Translate

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Η ΔΥΝΑΜΗ ΜΙΑΣ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗΣ ΜΥΤΗΣ

*Shamanism : “ The energy field of a cat, rotates in a counter-clockwise direction, which is the opposite of a human energy field. Thus, cats have the ability to absorb and neutralize energy that affects humans in a negative way. If something is affecting you in a negative way, place a cat on your lap or find a cat to pet. Your energy field will be realigned immediately and inner balance will be restored”.


  Οι δύσκολες εποχές διαδεχόντουσαν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα η Ελένη να νοιώθει ότι η μέρα της κατάρρευσης πλησίαζε με την ταχύτητα του φωτός. Πολλή δουλειά για το τίποτα, για την ακρίβεια για ψίχουλα που ίσα-ίσα έφταναν για να επιβιώνουν αυτή κι ο γιός της υποτυπωδώς. Οικονομικές υποχρεώσεις από προηγούμενα χρόνια, στις  οποίες ήταν αδύνατον πιά να ανταποκριθεί, με αποτέλεσμα οι πιέσεις και οι απειλές να πληθαίνουν καθημερινά. Έννοιωθε ότι γύρω της υψώνονταν τείχη, που μέρα με τη μέρα έκλειναν τις εξόδους διαφυγής.
   Ο Στέφανος τώρα, ένα παιδί ψυχούλα, αλλά χύμα στο κύμα που λένε, όλα τα ζούσε, όλα τα έβλεπε, αλλά ελάχιστα έως και τίποτα καταλάβαινε. Ή δεν ήθελε να καταλάβει. Γιατί δεν τον βόλευε. Γιατί η κατανόηση συνεπαγόταν και αποδοχή της στέρησης. Γιατί ο Στέφανος δεν ήθελε να στερείται όσα του άρεσαν. Πίεζε, ζόριζε, εκβίαζε, στο τέλος τα κατάφερνε. Αλλά κάποια στιγμή, ήρθε το απόλυτο τίποτα. Κι όσο κι αν πιέσεις το απόλυτο τίποτα, το μόνο που θα πάρεις είναι ένα τίποτα. Τον Στέφανο τον τρέλλαινε το τίποτα.  Γυρνούσε σαν θηρίο στο κλουβί, μ’ όλα όσα επιθυμούσε μπροστά στα μάτια του, χωρίς να μπορεί να αποκτήσει τίποτα, όλα όσα ήθελε να κάνει, διογκωμένα στο μυαλό του, χωρίς να μπορεί να τα κάνει πραγματικότητα.
   Είδε κι απόειδε, κάπου στη γειτονιά υπήρχε ένα μίνι μάρκετ που ζήταγε έναν νεαρό για βοηθητικές δουλειές, πήγε και ζήτησε να δουλέψει. Ποιος τώρα; Ο Στέφανος , που η δουλειά γι’ αυτόν ήταν μια λέξη που άδικα έπιανε μια θέση στα λεξικά. Αφού η Ελένη όμως είχε στερέψει, δεν είχε άλλη επιλογή. Μέσα στη γκρίνια ξεκινούσε τη δουλειά, μέσα στην αγανάκτηση και τις βλαστήμιες την τέλειωνε. Την έκανε όμως, κι ήταν και καλός, τον αγαπούσαν οι πελάτες γιατί ήταν γεμάτος ζωντάνια και είχε χιούμορ. Είχε το χάρισμα να τους κάνει να φεύγουν χαμογελώντας, ενώ έμπαιναν στο μαγαζί μουρτζούφληδες.
   Είπαμε, ψυχούλα ο Στέφανος κατά βάθος, μόλις τέλειωσε ο πρώτος του μήνας στη δουλειά, κι ήρθε στα χέρια του ο πρώτος του μισθός, έκανε αυτό που δεν θα περίμενε κανείς να κάνει. Έβαλε στην άκρη όλα τα θέλω του, αυτά που τον έσπρωξαν στο να πιάσει δουλειά, και πήρε ένα δώρο στη μάνα του. Ακριβό δώρο, μιάς κι απ’ τον μισθό του δεν περίσσεψε μία. Το δώρο είχε μέγεθος δεκαπέντε εκατοστά, άφθονη πουπουλένια τρίχα, στρογγυλά μπιρμπιλωτά μάτια, και … καθόλου μύτη! Ένας περσικός  γατούλης, μια μπουκιά, σαν τριχωτός λουκουμάς. Αυτό ήταν το δώρο… ο Τρίχας!
   Η Ελένη τον εγκατέστησε στην κρεββατοκάμαρα της, όπου η λέξη περιορισμός, δεν είχε καμμία πρακτική εφαρμογή γι’ αυτόν. Ό,τι ήθελε έκανε, άραζε πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή της, κοιμόταν στο κρεββάτι μαζί της, κι η αγαπημένη του θέση ήταν πάνω στον αριστερό της ώμο. Βλέπεις η Ελένη κουβαλούσε τον άδικο χαμό του προηγούμενου γάτου της, του Φλόϋντ, που τον δηλητηρίασε η μητέρα της, γιατί κάθε τι που αγαπούσε η Ελένη, έπρεπε να καταστραφεί και να υπάρχει μόνο εκείνη στη ζωή της. Ο Τρίχας λοιπόν, δημιούργησε άνετα την αυτοκρατορία του, και μάλιστα χωρίς κανέναν κίνδυνο να απειλεί την ύπαρξή του, μιάς κι η γιαγιά δεν έμενε πιά μαζί με την Ελένη.
   Για τρία ολάκερα χρόνια η Ελένη, ο Στέφανος κι ο Τρίχας, συμπορεύτηκαν με τις δυσκολίες και τις στερήσεις. Ώσπου ένα πρωί, όπως γίνεται συνήθως όταν πιστεύεις ότι  τίποτα χειρότερο απ’ αυτά που ζεις, δεν μπορεί να σου συμβεί, το χειρότερο ήρθε. Χρεωκόπησε το αφεντικό της Ελένης και έμεινε χωρίς δουλειά. Με χρέη να τρέχουν, νοίκια, λογαριασμούς, χώρια που ο άνθρωπος για να ζήσει, πρέπει να τρώει. Ο Στέφανος φαντάρος στο Κιλκίς, άφραγκος και τρελλαμένος, η Ελένη στα πρόθυρα της κατάθλιψης, ο Τρίχας μες την αγωνία για την κυρά του που έκλαιγε νυχθημερόν (στα πενήντα της πόσο εύκολο ήταν να βρεί δουλειά), να σηκώνει το πατουσάκι του και να της χαϊδεύει το μάγουλο, σκουπίζοντας τα δάκρυα. Και τις νύχτες να ακουμπάει την ανύπαρκτη μύτη του στη μύτη της, για να βεβαιωθεί ότι αναπνέει…
   Στο τρένο για την Αθήνα, ο Στέφανος λαγοκοιμόταν, τόσες ώρες ταξίδι, δεν περνάνε εύκολα. Στη θέση δίπλα του, ένας αλλοδαπός, αρκετά μελαχροινός ώστε να προέρχεται από κάποια ισλαμική χώρα. Κατέβηκε στη Λάρισα. Ο Στέφανος άνοιξε τα μάτια και πήγε να σηκωθεί για να κάνει ένα τσιγάρο. Στο άδειο κάθισμα δίπλα του, ήταν ένα τυλιγμένο πακετάκι, μικρό σαν σοκολατίτσα, που κίνησε την περιέργειά του. Το πήρε και το κοίταξε καλά- καλά. Γράμματα φαινόντουσαν κάτω από την προστατευτική διαφανή μεμβράνη που το περιέβαλλε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν, γιατί δεν ήταν ούτε με ελληνικούς, ούτε με λατινικούς χαρακτήρες. Περισσότερο του έμοιαζε σαν φυλαχτό, το έβαλε λοιπόν στην τσέπη του, για να το δώσει στη μάνα του που πίστευε σ’ αυτά τα πράγματα.
   Η Ελένη, όταν το πήρε στα χέρια της, το κοίταξε με καχυποψία. Όχι, δεν έμοιαζε με κανενός είδους  φυλαχτό, άσε που έννοιωσε ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι, σαν κάποιος να το τραβούσε και με τα δυό του χέρια.
-Αυτό αγόρι μου δεν πρέπει να είναι καλό πράγμα, του είπε και το έχωσε στο συρτάρι του γραφείου της, αύριο θα δω τι θα κάνω για να μάθω.
   Εκείνο το βράδυ, μάταια παρακαλούσε τον Τρίχα ν’ ανέβει στο κρεββάτι. Ο γατούλης είχε κάτσει πάνω στο γραφείο και δεν κουνούσε ούτε εκατοστό. Κατά τις πέντε τα χαράματα, η Ελένη ξύπνησε από έλλειψη οξυγόνου., πνιγόταν κι έννοιωθε σαν να είχε κατέβει όλο το ταβάνι κι είχε ακουμπήσει στο στήθος της. Πετάχτηκε όρθια, με την καρδιά της να χτυπά σε τρελλούς, άστατους ρυθμούς. Βγήκε από την κρεββατοκάμαρα και περνώντας μπροστά από το δωμάτιο του Στέφανου, είδε το φως αναμμένο.
   -Είσαι ξύπνιος;
   -Ναι, δεν νοιώθω καθόλου καλά, πνίγομαι… της απάντησε. Πάμε να φύγουμε, να βγούμε από δω μέσα, να αναπνεύσω…
   Αξημέρωτα, μέσα στο αυτοκίνητο οδηγούσε σαν κυνηγημένη με 140 χιλιόμετρα στην Αττική οδό, αυτή που πάντα ήταν υπάκουη στον ΚΟΚ και τα όρια ταχύτητας. Η ανατολή τους βρήκε στο Λαύριο. Ήπιαν έναν καφέ στο λιμάνι, και από το κινητό της κάλεσε την θεραπεύτριά της. Κάτι μέσα της  έλεγε ότι όλο αυτό είχε να κάνει με το «φυλαχτό».
  - Ότι κι αν είναι, δεν είναι καλό, βρες έναν ιερέα που να τον εμπιστεύεσαι και δείξ’ του το, ήταν η απάντηση που πήρε.
   Γύρισαν σπίτι, η ατμόσφαιρα εκεί μέσα, βαρειά και αποπνικτική. Και ο Τρίχας, πάνω στο γραφείο, να την κοιτάει με τα μελιά ματάκια του, περιτριγυρισμένος από εμετούς. Πανικόβλητη τον άρπαξε και τον πήγε στον κτηνίατρο. Όχι, δεν είχε φάει τίποτα εκτός από την τροφή του, όχι, δεν είχε βγει από την κρεββατοκάμαρα, -ποτέ δεν έβγαινε-, όχι, τίποτα δεν είχε διαφοροποιηθεί από την καθημερινότητά του. Ο γιατρός του έκανε μία ένεση και είπε ότι λογικά, μέχρι την επόμενη μέρα θα είχε συνέλθει.
   Η Ελένη τον πήρε στο κρεββάτι της, αλλά ο Τρίχας καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, κατέβηκε, σύρθηκε σχεδόν μέχρι το γραφείο και με τα χίλια ζόρια σκαρφάλωσε από την καρέκλα και σωριάστηκε επάνω. Ακίνητος, πέρασε εκεί τη νύχτα του για μια ακόμα φορά.
   Πρωί-πρωί η Ελένη πήρε από το συρτάρι το «φυλαχτο» κι έφυγε για το Λαύριο, όπου μια φίλη της είχε πει ότι υπήρχε ένας ιερέας που οι πιστοί θεωρούσαν ότι ήδη είχε αγιάσει, παρ’ όλο που την είχε προειδοποιήσει ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να τον συναντήσει. Κι όμως, μπαίνοντας στον περίβολο της εκκλησίας, εκεί, σ’ ένα παγκάκι καθόταν μόνος, λες κι ήξερε πως θα έρθει και την περίμενε.
   Είχε ακούσει κάποιες φορές να μιλάνε για Σολωμονική, δεν είχε όμως ιδέα τι ήταν, είχε απλά την αίσθηση ότι ήταν κάτι όχι καλό. Ο ιερέας την ρώτησε ποιος άλλος είχε έρθει σε επαφή με το αντικείμενο και του είπε για τον Στέφανο. Τους διάβασε και τους δύο και της έδωσε οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνει. Στο δρόμο της επιστροφής, σταμάτησε σε ένα απόμερο σημείο, το  έκανε άπειρα κομματάκια  και τα πέταξε σ’ έναν υπόνομο. Έφτασε στο σπίτι, το ράντισε παντού με αγιασμό και πήρε σαν τρελλή τον Τρίχα που ήταν πλέον σε κώμα κι έτρεξε στον γιατρό για μια ακόμα φορά.
   -Δεν δικαιολογείται η κατάστασή του, θα τον αφήσεις εδώ να του κάνω εξετάσεις και θα σε ενημερώνω απ’ το τηλέφωνο, της είπε. Της τηλεφώνησε το βραδάκι για να της πει ότι με τις τιμές που έδειξαν οι εξετάσεις, ο γατούλης λογικά δεν έπρεπε καν να ζεί ακόμη, μακάρι να μπορούσε να της δώσει ελπίδες, αλλά βάσει των εξετάσεων, όλα του τα όργανα είχαν καταστραφεί. Η ζημιά που είχε γίνει μέσα σε σαρανταοκτώ ώρες, χρειαζόταν πολύ περισσότερο από τα τρία του χρόνια για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο.
   -Στην καριέρα μου, πρώτη φορά συναντώ κάτι τέτοιο…, συμπλήρωσε.
   Πέρασε μια πολύ ταραγμένη νύχτα η Ελένη, κι απ’ τη στιγμή που χάραξε, παρακαλούσε να μην χτυπήσει το τηλέφωνο. Λες  και μέσα απ’ αυτήν την καθυστέρηση, θα γινόταν ένα θαύμα. Χτύπησε όμως… Άκουγε τη φωνή του γιατρού σαν μέσα από κακό όνειρο.
   -Ο Τρίχας έφυγε στις μιάμισυ τη νύχτα, κι ήταν τόσο γαλήνιος, τόσο ήρεμος, Ελένη μου ένα περίεργο πράγμα, είχε ένα βλέμμα σαν κάποιου που έκανε αυτό που έπρεπε κι έφευγε ικανοποιημένος…
   Κάπου στον Υμηττό, δίπλα στον Φλόϋντ, η Ελένη αποχαιρέτησε τον Τρίχα, κάνοντας όρκο ότι ποτέ πιά δεν θα είχε ζώο. Είκοσι μέρες αργότερα, ξύπνησε από ένα επίμονο κλάμα που ερχόταν απ’ έξω. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και μια μαύρη μπαλίτσα γατζώθηκε στο πόδι της κλαίγοντας. Πήρε την κουταβίτσα αγκαλιά και μπήκε μέσα. Ήταν δυνατόν ο Τρίχας να μην έστελνε κάποιον στο πόδι του για να την προστατεύει… ;;;


·        Σαμανισμός: Το ενεργειακό πεδίο μιάς γάτας περιστρέφεται σε μια αριστερόστροφη κατεύθυνση, η οποία είναι η αντίθετη του ανθρώπινου ενεργειακού πεδίου. Έτσι οι γάτες έχουν την ικανότητα να απορροφούν και να εξουδετερώνουν την ενέργεια που προσβάλλει τον άνθρωπο με αρνητικό τρόπο. Αν κάτι σας επηρεάσει αρνητικά, κρατήστε μία γάτα στην αγκαλιά σας, ή πάρτε μια γάτα σαν κατοικίδιο. Το ενεργειακό σας πεδίο θα επαναπροσδιοριστεί άμεσα και θα αποκατασταθεί η εσωτερική ισορροπία. 
    Είναι γεμάτος σκάλες ο ουρανός.
Όσο ψηλά θελήσω, μπορώ ν’ ανέβω.
Μόλις η νύχτα πήξει για καλά,          
Κάνω  τα  αστέρια σκαλοπάτια.
   Δένω στα πόδια μου τα σανδάλια του Ερμή
Και χαράζω πορείες.
Μα είναι οι νύχτες μικρές
Και πρίν χαράξει, έχω γυρίσει.
   Τελικά, μια ζωή μόνο είναι λίγη,
Πολύ λίγη,
Όταν ο χάρτης του ουρανού δεν έχει τέλος,
Όταν η ψυχή δεν ικανοποιείται
Με ένα μόνο ταξίδι,
Όταν ο νους ημερεύει μόνο
Με την άφιξη σ’ ένα καινούργιο αστέρι.
   Και δύο ζωές… και τρεις… πολλές ζωές ανεπαρκείς…
Η λογική λέει θα πεθάνω μία φορά,
Μέσα μου ξέρω ότι θα ζω για πάντα…
Γιατί όλα στο Σύμπαν υπάρχουν
Για να τα γνωρίσω!


Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

... Αποδημιτικό πουλί η σκέψη μου. Ταξιδιάρικη.
 Επιλέγει εποχές και τόπους.
Σήμερα Άνοιξη.
Αύριο Καλοκαίρι.
Σήμερα Μεσόγειος,
αύριο ποιός ξέρει που...
...Αυτό που φεύγει, αυτό που ξανάρχεται.
Κουβαλώντας στα φτερά την εμπειρία,
την προσμονή, 
το ρίγισμα της άφιξης,
την αποφασιστικότητα της αναχώρησης.
   Σκέψη ατίθαση,
από λιβάδι σε βράχο,
από σπαρτά σε χιόνια.
   Αποδημιτικό.
Με ταυτότητα,
στον τόπο διαμονής καταχωρημένο το "παντού".
Στον τόπο γέννησης, το "μάτι της ψυχής".....