Translate

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Η καταιγίδα ... του μυαλού
χωρίς χαλάζι οδυνηρό στο βλέμμα,
χωρίς πλημμύρα στα υπόγεια 
της φωλιάς
χωρίς κεραυνούς να σχίζουν αμφιβληστροειδείς...
μόνο σκοτεινά κύματα,
 ρυάκια από συγχυσμένα χρώματα
στα κανάλια των νευρώνων
και αποστάσεις δεκάτου του χιλιοστού
από το "έμφρον"
ως το "άλογον"....

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΤΗΣ ... ΛΟΓΙΚΗΣ!!!

   Περπατάω στα υγρά δρομάκια και νοιώθω σαν να γέρνω πότε απ' τη μιά και πότε απ' την άλλη, σαν να απόκτησα ξαφνικά πρόβλημα ισορροπίας... Συγνώμη, ρωτάω τον περαστικό, σας φαίνεται να παραπατάω; Όχι κυρία μου, μιά χαρά πάτε, καλέ τι γλυκό σκυλάκι είναι αυτό; πως το λένε; εδώ κοντά μένετε; Πόση αγένεια είναι να απομακρυνθείς χωρίς να δώσεις μιά απάντηση... αλλά συγνώμη φίλε, κουβαλάω μαζί μου κάποιες φιλίες που με προβλημάτισαν, κάποιους συγγενείς που με τραβάνε προς τα κάτω, και δυό-τρία πραγματάκια που ξαφνικά δεν είμαι σίγουρη αν τα θέλω ή δεν τα θέλω.
   Και το μυαλό μου νοιώθει την χαλαρότητα στο σκοινί και παίρνει το πάνω χέρι. Έχει στερηθεί τον ηγετικό του ρόλο εδώ και πολύ καιρό και δοθείσης της ευκαιρίας ορμά μπροστά και πλέκει τα σενάριά του, φτιάχνει τους λαβυρίνθους του, ανοίγει τις σκοτεινές του τρύπες. Αυτή η έκτη αίσθηση που ξέρει τι είναι το καλό και τι είναι το κακό γιά μένα, το έχει βουλώσει για τα καλά, λες και δεν ξέρει ότι την έχω ανάγκη, αλλά έτσι γίνεται πάντα,
όταν δουλεύει το μυαλό μου, βουβαίνεται η διαίσθησή μου.
  Η ηλικιωμένη κυρία από το απέναντι πεζοδρόμιο διασχίζει την απόσταση που μας χωρίζει, ξεδιπλώνει ένα πλατύ χαμόγελο και μου λέει καλησπέρα. Το δικό μου χαμόγελο φυτρώνει εντελώς αντανακλαστικά, αλλά παραμένει οικειοθελώς, ενώ οι πρώτες δροσερές σταγόνες της βροχής προσγειώνονται στο πρόσωπό μου. Όσο χαμογελάω, το μυαλό συρρικνώνεται, λουφάζει στην κώχη του, αδύναμο σαν να το έβρασα στον ατμό. Μιά άγνωστη, ένα χαμόγελο και μερικές σταγόνες... και ξαφνικά δεν γέρνω. Επιστρέφω κουβεντιάζοντας με την έκτη, που ξαναπήρε τ' απάνω της ... πάω να κανονίσω ένα ταξίδι, κι όταν γυρίσω... έχει ο Θεός !!!!!!!!!!! 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Η ΔΥΝΑΜΗ ΜΙΑΣ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗΣ ΜΥΤΗΣ

*Shamanism : “ The energy field of a cat, rotates in a counter-clockwise direction, which is the opposite of a human energy field. Thus, cats have the ability to absorb and neutralize energy that affects humans in a negative way. If something is affecting you in a negative way, place a cat on your lap or find a cat to pet. Your energy field will be realigned immediately and inner balance will be restored”.


  Οι δύσκολες εποχές διαδεχόντουσαν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα η Ελένη να νοιώθει ότι η μέρα της κατάρρευσης πλησίαζε με την ταχύτητα του φωτός. Πολλή δουλειά για το τίποτα, για την ακρίβεια για ψίχουλα που ίσα-ίσα έφταναν για να επιβιώνουν αυτή κι ο γιός της υποτυπωδώς. Οικονομικές υποχρεώσεις από προηγούμενα χρόνια, στις  οποίες ήταν αδύνατον πιά να ανταποκριθεί, με αποτέλεσμα οι πιέσεις και οι απειλές να πληθαίνουν καθημερινά. Έννοιωθε ότι γύρω της υψώνονταν τείχη, που μέρα με τη μέρα έκλειναν τις εξόδους διαφυγής.
   Ο Στέφανος τώρα, ένα παιδί ψυχούλα, αλλά χύμα στο κύμα που λένε, όλα τα ζούσε, όλα τα έβλεπε, αλλά ελάχιστα έως και τίποτα καταλάβαινε. Ή δεν ήθελε να καταλάβει. Γιατί δεν τον βόλευε. Γιατί η κατανόηση συνεπαγόταν και αποδοχή της στέρησης. Γιατί ο Στέφανος δεν ήθελε να στερείται όσα του άρεσαν. Πίεζε, ζόριζε, εκβίαζε, στο τέλος τα κατάφερνε. Αλλά κάποια στιγμή, ήρθε το απόλυτο τίποτα. Κι όσο κι αν πιέσεις το απόλυτο τίποτα, το μόνο που θα πάρεις είναι ένα τίποτα. Τον Στέφανο τον τρέλλαινε το τίποτα.  Γυρνούσε σαν θηρίο στο κλουβί, μ’ όλα όσα επιθυμούσε μπροστά στα μάτια του, χωρίς να μπορεί να αποκτήσει τίποτα, όλα όσα ήθελε να κάνει, διογκωμένα στο μυαλό του, χωρίς να μπορεί να τα κάνει πραγματικότητα.
   Είδε κι απόειδε, κάπου στη γειτονιά υπήρχε ένα μίνι μάρκετ που ζήταγε έναν νεαρό για βοηθητικές δουλειές, πήγε και ζήτησε να δουλέψει. Ποιος τώρα; Ο Στέφανος , που η δουλειά γι’ αυτόν ήταν μια λέξη που άδικα έπιανε μια θέση στα λεξικά. Αφού η Ελένη όμως είχε στερέψει, δεν είχε άλλη επιλογή. Μέσα στη γκρίνια ξεκινούσε τη δουλειά, μέσα στην αγανάκτηση και τις βλαστήμιες την τέλειωνε. Την έκανε όμως, κι ήταν και καλός, τον αγαπούσαν οι πελάτες γιατί ήταν γεμάτος ζωντάνια και είχε χιούμορ. Είχε το χάρισμα να τους κάνει να φεύγουν χαμογελώντας, ενώ έμπαιναν στο μαγαζί μουρτζούφληδες.
   Είπαμε, ψυχούλα ο Στέφανος κατά βάθος, μόλις τέλειωσε ο πρώτος του μήνας στη δουλειά, κι ήρθε στα χέρια του ο πρώτος του μισθός, έκανε αυτό που δεν θα περίμενε κανείς να κάνει. Έβαλε στην άκρη όλα τα θέλω του, αυτά που τον έσπρωξαν στο να πιάσει δουλειά, και πήρε ένα δώρο στη μάνα του. Ακριβό δώρο, μιάς κι απ’ τον μισθό του δεν περίσσεψε μία. Το δώρο είχε μέγεθος δεκαπέντε εκατοστά, άφθονη πουπουλένια τρίχα, στρογγυλά μπιρμπιλωτά μάτια, και … καθόλου μύτη! Ένας περσικός  γατούλης, μια μπουκιά, σαν τριχωτός λουκουμάς. Αυτό ήταν το δώρο… ο Τρίχας!
   Η Ελένη τον εγκατέστησε στην κρεββατοκάμαρα της, όπου η λέξη περιορισμός, δεν είχε καμμία πρακτική εφαρμογή γι’ αυτόν. Ό,τι ήθελε έκανε, άραζε πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή της, κοιμόταν στο κρεββάτι μαζί της, κι η αγαπημένη του θέση ήταν πάνω στον αριστερό της ώμο. Βλέπεις η Ελένη κουβαλούσε τον άδικο χαμό του προηγούμενου γάτου της, του Φλόϋντ, που τον δηλητηρίασε η μητέρα της, γιατί κάθε τι που αγαπούσε η Ελένη, έπρεπε να καταστραφεί και να υπάρχει μόνο εκείνη στη ζωή της. Ο Τρίχας λοιπόν, δημιούργησε άνετα την αυτοκρατορία του, και μάλιστα χωρίς κανέναν κίνδυνο να απειλεί την ύπαρξή του, μιάς κι η γιαγιά δεν έμενε πιά μαζί με την Ελένη.
   Για τρία ολάκερα χρόνια η Ελένη, ο Στέφανος κι ο Τρίχας, συμπορεύτηκαν με τις δυσκολίες και τις στερήσεις. Ώσπου ένα πρωί, όπως γίνεται συνήθως όταν πιστεύεις ότι  τίποτα χειρότερο απ’ αυτά που ζεις, δεν μπορεί να σου συμβεί, το χειρότερο ήρθε. Χρεωκόπησε το αφεντικό της Ελένης και έμεινε χωρίς δουλειά. Με χρέη να τρέχουν, νοίκια, λογαριασμούς, χώρια που ο άνθρωπος για να ζήσει, πρέπει να τρώει. Ο Στέφανος φαντάρος στο Κιλκίς, άφραγκος και τρελλαμένος, η Ελένη στα πρόθυρα της κατάθλιψης, ο Τρίχας μες την αγωνία για την κυρά του που έκλαιγε νυχθημερόν (στα πενήντα της πόσο εύκολο ήταν να βρεί δουλειά), να σηκώνει το πατουσάκι του και να της χαϊδεύει το μάγουλο, σκουπίζοντας τα δάκρυα. Και τις νύχτες να ακουμπάει την ανύπαρκτη μύτη του στη μύτη της, για να βεβαιωθεί ότι αναπνέει…
   Στο τρένο για την Αθήνα, ο Στέφανος λαγοκοιμόταν, τόσες ώρες ταξίδι, δεν περνάνε εύκολα. Στη θέση δίπλα του, ένας αλλοδαπός, αρκετά μελαχροινός ώστε να προέρχεται από κάποια ισλαμική χώρα. Κατέβηκε στη Λάρισα. Ο Στέφανος άνοιξε τα μάτια και πήγε να σηκωθεί για να κάνει ένα τσιγάρο. Στο άδειο κάθισμα δίπλα του, ήταν ένα τυλιγμένο πακετάκι, μικρό σαν σοκολατίτσα, που κίνησε την περιέργειά του. Το πήρε και το κοίταξε καλά- καλά. Γράμματα φαινόντουσαν κάτω από την προστατευτική διαφανή μεμβράνη που το περιέβαλλε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν, γιατί δεν ήταν ούτε με ελληνικούς, ούτε με λατινικούς χαρακτήρες. Περισσότερο του έμοιαζε σαν φυλαχτό, το έβαλε λοιπόν στην τσέπη του, για να το δώσει στη μάνα του που πίστευε σ’ αυτά τα πράγματα.
   Η Ελένη, όταν το πήρε στα χέρια της, το κοίταξε με καχυποψία. Όχι, δεν έμοιαζε με κανενός είδους  φυλαχτό, άσε που έννοιωσε ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι, σαν κάποιος να το τραβούσε και με τα δυό του χέρια.
-Αυτό αγόρι μου δεν πρέπει να είναι καλό πράγμα, του είπε και το έχωσε στο συρτάρι του γραφείου της, αύριο θα δω τι θα κάνω για να μάθω.
   Εκείνο το βράδυ, μάταια παρακαλούσε τον Τρίχα ν’ ανέβει στο κρεββάτι. Ο γατούλης είχε κάτσει πάνω στο γραφείο και δεν κουνούσε ούτε εκατοστό. Κατά τις πέντε τα χαράματα, η Ελένη ξύπνησε από έλλειψη οξυγόνου., πνιγόταν κι έννοιωθε σαν να είχε κατέβει όλο το ταβάνι κι είχε ακουμπήσει στο στήθος της. Πετάχτηκε όρθια, με την καρδιά της να χτυπά σε τρελλούς, άστατους ρυθμούς. Βγήκε από την κρεββατοκάμαρα και περνώντας μπροστά από το δωμάτιο του Στέφανου, είδε το φως αναμμένο.
   -Είσαι ξύπνιος;
   -Ναι, δεν νοιώθω καθόλου καλά, πνίγομαι… της απάντησε. Πάμε να φύγουμε, να βγούμε από δω μέσα, να αναπνεύσω…
   Αξημέρωτα, μέσα στο αυτοκίνητο οδηγούσε σαν κυνηγημένη με 140 χιλιόμετρα στην Αττική οδό, αυτή που πάντα ήταν υπάκουη στον ΚΟΚ και τα όρια ταχύτητας. Η ανατολή τους βρήκε στο Λαύριο. Ήπιαν έναν καφέ στο λιμάνι, και από το κινητό της κάλεσε την θεραπεύτριά της. Κάτι μέσα της  έλεγε ότι όλο αυτό είχε να κάνει με το «φυλαχτό».
  - Ότι κι αν είναι, δεν είναι καλό, βρες έναν ιερέα που να τον εμπιστεύεσαι και δείξ’ του το, ήταν η απάντηση που πήρε.
   Γύρισαν σπίτι, η ατμόσφαιρα εκεί μέσα, βαρειά και αποπνικτική. Και ο Τρίχας, πάνω στο γραφείο, να την κοιτάει με τα μελιά ματάκια του, περιτριγυρισμένος από εμετούς. Πανικόβλητη τον άρπαξε και τον πήγε στον κτηνίατρο. Όχι, δεν είχε φάει τίποτα εκτός από την τροφή του, όχι, δεν είχε βγει από την κρεββατοκάμαρα, -ποτέ δεν έβγαινε-, όχι, τίποτα δεν είχε διαφοροποιηθεί από την καθημερινότητά του. Ο γιατρός του έκανε μία ένεση και είπε ότι λογικά, μέχρι την επόμενη μέρα θα είχε συνέλθει.
   Η Ελένη τον πήρε στο κρεββάτι της, αλλά ο Τρίχας καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, κατέβηκε, σύρθηκε σχεδόν μέχρι το γραφείο και με τα χίλια ζόρια σκαρφάλωσε από την καρέκλα και σωριάστηκε επάνω. Ακίνητος, πέρασε εκεί τη νύχτα του για μια ακόμα φορά.
   Πρωί-πρωί η Ελένη πήρε από το συρτάρι το «φυλαχτο» κι έφυγε για το Λαύριο, όπου μια φίλη της είχε πει ότι υπήρχε ένας ιερέας που οι πιστοί θεωρούσαν ότι ήδη είχε αγιάσει, παρ’ όλο που την είχε προειδοποιήσει ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να τον συναντήσει. Κι όμως, μπαίνοντας στον περίβολο της εκκλησίας, εκεί, σ’ ένα παγκάκι καθόταν μόνος, λες κι ήξερε πως θα έρθει και την περίμενε.
   Είχε ακούσει κάποιες φορές να μιλάνε για Σολωμονική, δεν είχε όμως ιδέα τι ήταν, είχε απλά την αίσθηση ότι ήταν κάτι όχι καλό. Ο ιερέας την ρώτησε ποιος άλλος είχε έρθει σε επαφή με το αντικείμενο και του είπε για τον Στέφανο. Τους διάβασε και τους δύο και της έδωσε οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνει. Στο δρόμο της επιστροφής, σταμάτησε σε ένα απόμερο σημείο, το  έκανε άπειρα κομματάκια  και τα πέταξε σ’ έναν υπόνομο. Έφτασε στο σπίτι, το ράντισε παντού με αγιασμό και πήρε σαν τρελλή τον Τρίχα που ήταν πλέον σε κώμα κι έτρεξε στον γιατρό για μια ακόμα φορά.
   -Δεν δικαιολογείται η κατάστασή του, θα τον αφήσεις εδώ να του κάνω εξετάσεις και θα σε ενημερώνω απ’ το τηλέφωνο, της είπε. Της τηλεφώνησε το βραδάκι για να της πει ότι με τις τιμές που έδειξαν οι εξετάσεις, ο γατούλης λογικά δεν έπρεπε καν να ζεί ακόμη, μακάρι να μπορούσε να της δώσει ελπίδες, αλλά βάσει των εξετάσεων, όλα του τα όργανα είχαν καταστραφεί. Η ζημιά που είχε γίνει μέσα σε σαρανταοκτώ ώρες, χρειαζόταν πολύ περισσότερο από τα τρία του χρόνια για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο.
   -Στην καριέρα μου, πρώτη φορά συναντώ κάτι τέτοιο…, συμπλήρωσε.
   Πέρασε μια πολύ ταραγμένη νύχτα η Ελένη, κι απ’ τη στιγμή που χάραξε, παρακαλούσε να μην χτυπήσει το τηλέφωνο. Λες  και μέσα απ’ αυτήν την καθυστέρηση, θα γινόταν ένα θαύμα. Χτύπησε όμως… Άκουγε τη φωνή του γιατρού σαν μέσα από κακό όνειρο.
   -Ο Τρίχας έφυγε στις μιάμισυ τη νύχτα, κι ήταν τόσο γαλήνιος, τόσο ήρεμος, Ελένη μου ένα περίεργο πράγμα, είχε ένα βλέμμα σαν κάποιου που έκανε αυτό που έπρεπε κι έφευγε ικανοποιημένος…
   Κάπου στον Υμηττό, δίπλα στον Φλόϋντ, η Ελένη αποχαιρέτησε τον Τρίχα, κάνοντας όρκο ότι ποτέ πιά δεν θα είχε ζώο. Είκοσι μέρες αργότερα, ξύπνησε από ένα επίμονο κλάμα που ερχόταν απ’ έξω. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και μια μαύρη μπαλίτσα γατζώθηκε στο πόδι της κλαίγοντας. Πήρε την κουταβίτσα αγκαλιά και μπήκε μέσα. Ήταν δυνατόν ο Τρίχας να μην έστελνε κάποιον στο πόδι του για να την προστατεύει… ;;;


·        Σαμανισμός: Το ενεργειακό πεδίο μιάς γάτας περιστρέφεται σε μια αριστερόστροφη κατεύθυνση, η οποία είναι η αντίθετη του ανθρώπινου ενεργειακού πεδίου. Έτσι οι γάτες έχουν την ικανότητα να απορροφούν και να εξουδετερώνουν την ενέργεια που προσβάλλει τον άνθρωπο με αρνητικό τρόπο. Αν κάτι σας επηρεάσει αρνητικά, κρατήστε μία γάτα στην αγκαλιά σας, ή πάρτε μια γάτα σαν κατοικίδιο. Το ενεργειακό σας πεδίο θα επαναπροσδιοριστεί άμεσα και θα αποκατασταθεί η εσωτερική ισορροπία. 
    Είναι γεμάτος σκάλες ο ουρανός.
Όσο ψηλά θελήσω, μπορώ ν’ ανέβω.
Μόλις η νύχτα πήξει για καλά,          
Κάνω  τα  αστέρια σκαλοπάτια.
   Δένω στα πόδια μου τα σανδάλια του Ερμή
Και χαράζω πορείες.
Μα είναι οι νύχτες μικρές
Και πρίν χαράξει, έχω γυρίσει.
   Τελικά, μια ζωή μόνο είναι λίγη,
Πολύ λίγη,
Όταν ο χάρτης του ουρανού δεν έχει τέλος,
Όταν η ψυχή δεν ικανοποιείται
Με ένα μόνο ταξίδι,
Όταν ο νους ημερεύει μόνο
Με την άφιξη σ’ ένα καινούργιο αστέρι.
   Και δύο ζωές… και τρεις… πολλές ζωές ανεπαρκείς…
Η λογική λέει θα πεθάνω μία φορά,
Μέσα μου ξέρω ότι θα ζω για πάντα…
Γιατί όλα στο Σύμπαν υπάρχουν
Για να τα γνωρίσω!


Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

... Αποδημιτικό πουλί η σκέψη μου. Ταξιδιάρικη.
 Επιλέγει εποχές και τόπους.
Σήμερα Άνοιξη.
Αύριο Καλοκαίρι.
Σήμερα Μεσόγειος,
αύριο ποιός ξέρει που...
...Αυτό που φεύγει, αυτό που ξανάρχεται.
Κουβαλώντας στα φτερά την εμπειρία,
την προσμονή, 
το ρίγισμα της άφιξης,
την αποφασιστικότητα της αναχώρησης.
   Σκέψη ατίθαση,
από λιβάδι σε βράχο,
από σπαρτά σε χιόνια.
   Αποδημιτικό.
Με ταυτότητα,
στον τόπο διαμονής καταχωρημένο το "παντού".
Στον τόπο γέννησης, το "μάτι της ψυχής".....

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ

Τους τοίχους πράσινους.

Πέντε πράσινα. Ανάκατα.

Να νοιώθω ότι μ’ αγκάλιασε

Ένα δάσος…

Το ταβάνι γαλανό,

Να χωράει σαν ουρανός τα φτερά μου,

Με τρείς χρυσές σταγόνες…

… να μην με κάψει ο ήλιος.

Το πάτωμα μπλέ βαθύ

Να νοιώθω ότι θα έρθει το κύμα

Να με βαφτίσει…

Το νού σου μάστορα,

Μην ξεχάσεις την αγάπη

Σε κάθε χρώμα.


Γιατί δεν θα νοιώσω τίποτα.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

   « Στιγμές που πλημμυρίζουν τα ποτάμια, τότε που ανοίγουν οι ουρανοί και μουρμουρίζουν, στιγμές σαν η ψυχή αποξεχνιέται, κομμάτια από παλιές εικόνες αναπνέουν. Κι αρχίζουν καταιγίδες από ανθισμένα φώτα, που προκαλούν κι αναγυρίζουν τους αιώνες, αρχίζουν συμφωνίες που αδημονούν κι αντανακλάνε, σε κάτι θάλασσες σπαρμένες μ’ αγωνία… Στιγμές που ακολουθάνε τα καράβια, όταν λιμάνι γίνεται ο βράχος που λυγίζει, στιγμές σαν οι ματιές αργοπεθαίνουν, συγκλονισμένοι στέκουν οι θεοί και αδρανούνε… Τότε πληρώνει φόρο η κάθε επιθυμία, το κάθε δέντρο που τολμά να μεγαλώσει, αγκομαχούν οι γλάροι σ’ ακρογιαλιές κλεμμένες, και σταματούν τα ζήτω κάτω στις πλατείες. Ζητώ πληροφορίες για ένα παλιό σοκάκι, όπου μαζεύονταν οι ελπίδες και κουρνιάζαν, για κάτι σκοπευτήρια, σκευοφυλάκια μνήμης…».

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

ΑΝ ΚΟΥΡΑΣΤΩ……
Έχω φράχτες, πιο ψηλούς από τα πρέπει μου,
Γεμάτους από γιασεμιά, αγιόκλημα και ιβίσκους.
Να γεμίζουν τις μέρες μου με χρώματα, τις νύχτες μου με ευωδιές,
Όταν βγάζω βόλτα την ειδυλλιακή μοναξιά μου,
Όταν περιφέρω την σκέψη μου σε απόμερα, επίλεκτα στενάκια.
Φράχτες που με κρατάνε μέσα μου
Και με διαχωρίζουν από τους ασύμβατους.
Χρόνια πολλά επένδυσα να τους εντοπίσω, να τους οικειοποιηθώ,
Να τους χαρτογραφήσω στην ψυχή μου
Και να μάθω τις διαδρομές για να τους βρίσκω  με τυφλά βήματα.
Έχω παγκάκια. Ξύλινα, από λεπτούς κορμούς φτιαγμένα,
Με ποδαράκια πρασινισμένα από τα βρύα, «φυτεμένα» σε ξέφωτα,
Σε βουνοπλαγιές με θέα μια θάλασσα, μακρυνή , να ασπάζεται τους ορίζοντες.
Μαντεμένια, μαυριδερά, με περίτεχνα καράβολα,
Βιδωμένα σε στέρεο έδαφος. Σε προκυμαίες,
Δίπλα σε παλιομοδίτικα φανάρια, σε κιόσκια παλιών αρχοντικών,
Πρόθυμα ν’ αγκαλιάσουν  πότε τον στοχασμό μου
Και πότε την απουσία της σκέψης μου, τα ονειρικά ταξίδια μου,
Και την σιωπή του νού μου, όταν αφουγκράζομαι
Τα λόγια της καρδιάς.
Έχω δέντρα. Στεφανωμένα με σύννεφα και ήλιους,
Στολισμένα με κρύσταλλους βροχής και ριζωμένα βαθειά, σε γή καρποφόρα.
Καταφύγια για αποκαμωμένα πουλιά, μάγους που διυλίζουν το φώς του φεγγαριού.
Μπλεγμένα στου κισσού το ερωτικό αγκάλιασμα,
Γεμάτα αόρατη ζωή και ανήκουστους ψιθύρους.
Δέντρα καμάρες στα ξέφωτά μου, δέντρα λύκους που ουρλιάζουν
Στην πανσέληνο, όταν λυσσομανά βοριάς.
Άλλων το σώμα χωρά στην αγκαλιά μου, κι άλλων το μπόι φτάνει
Στην αγκαλιά του Θεού.
Έχω ώμους. Ώμους αγγέλων με  χρυσές μπούκλες κι ασημένια φτερά,
Ώμους ανθρώπων, που τα βάρη τα δικά τους και των άλλων,
Σήκωσαν με θέληση κι όχι δύναμη,
Ώμους σκυφτούς από σοφία και στητούς από περηφάνεια.
Έχω θεούς, ντυμένους με αγάπη και φως,
Συνηθισμένους να περπατούν δίπλα μου, να θροϊζουν στην ψυχή μου.

Δεν χρειάζεται να μου πεις που θ’ ακουμπήσω… και που θα στηριχτώ….

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΜΙΕΣ

Ιδρωμένα κορμιά, μπλεγμένα, λαμπερά,
Πρόθυμα να εκραγούν, να διαλυθούν,
Να παραλύσουν και να γείρουν
Το ένα μέσα στο  άλλο.
Ο έρωτας στροβιλίζεται γύρω μου,
Απλώνει τα μάτια του σε κάθε δικό μου κήπο,
Τα χέρια του σε κάθε δικό μου καρπό,
Γίνεται καλειδοσκόπιο
Και με ρουφά στις δίνες του.
Μία κουταλιά……

Δικό μου το κλάμα,
Ανακατεμένο με το κλάμα των παιδιών μου
Τη στιγμή που τρομοκρατημένα εκείνα
Πρωταντίκρυσαν τη ζωή,
Κι εγώ έννοιωσα πως κάπως έτσι πρέπει να είναι
Ο Παράδεισος,
Γεμάτος μωρουδίσιο κλάμα,
Των δικών μου μωρών το κλάμα.
Ταλαιπωρημένα, ζαρωμένα, πανέμορφα!
Δύο κουταλιές………..

Φιλαράκια λίγα,
Μα άξιοι καταλύτες της χαράς και της απόγνωσης,
Με απλωμένα χέρια,
Ανοιχτές αγκαλιές,
Σε στιγμές μου δύσκολες, στιγμές με χρώμα μαύρο,
Γεύση πικρή, ήχο υπόκωφο,
Με την ψυχή μου έτοιμη να κατρακυλήσει
Σαν σπασμένη ρόδα.
Τρείς, τέσσερεις, πέντε κουταλιές…….

Ασημένιο γιαννιώτικο, με σκαλίσματα
Το κουταλάκι της μνήμης μου,
Το βάζο από τα παλιά της γιαγιάς,
Το ανοίγεις και σού έρχονται ακόμα μυρωδιές
Από αρμπαρόριζα και βανίλια,
Σκεπασμένο το καπάκι του
Μ’ ένα κομμάτι δαντέλλα πλεχτή,
Δεμένο με ροδακινί, μεταξωτή κορδέλλα.
Όλη μου τη ζωή το γεμίζω
Κουταλιά-κουταλιά,
Από όλες της γλύκες του δρόμου μου,
Κι’ όσο κι αν ξορκίζω τις πικραλίδες
Κλέβοντας σαν το παιδάκι απ’ το βάζο,
Αυτό δεν αδειάζει ποτέ!!!



Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

                                      ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ


   Ένα μεγάλο βότσαλο κρατάς... Μιά παραλία γιά παράδοση, μαύρη παραλία, το απόλυτο εργαλείο της φυγής, από το αναληθές πραγματικό, στο αληθές των οραμάτων. Αρκεί να είσαι ανοιχτός, αποφασισμένος, έτοιμος να μεταλάβεις την μαγεία, να μείνεις ακύτταρος, αρχέγονη φωτεινή μνήμη.
   Εκεί τα πάντα μπορούν να γίνουν ένα, το ένα να γίνει όλα, εσύ να γίνεις μαύρη πέτρα κι η μαύρη πέτρα ουρανός...
   Στην αρχή νομίζεις ότι είσαι μικρός, λίγος, ανεπαρκής, ότι όλη αυτή η διάχυση είναι πέρα απ' την δική σου χωρητικότητα, ότι όλο αυτό είναι πολύ μεγάλο, πολύ μπερδεμένο, ότι η πέτρα που κρατάς, είσαι εσύ, αλλά το τριγύρω σου είναι το έμβιο και ο παλμός και η ανάσα της ύπαρξης...
   Κι ύστερα η πέτρα αρχίζει και λειώνει, μα ταυτόχρονα μένει ακέραια, κυλά ανάμεσα απ' τα δάχτυλα κι εσύ την κρατάς, κι είσαι πάλι εσύ, αλλά τώρα χύνεσαι κι απλώνεις, φτάνεις παντού, είσαι παντού, είσαι μεγάλος και διάφανος, χωράς παντού και τα πάντα χωράνε σε σένα, είσαι γη, ουρανός, είσαι ΕΣΥ η ανάσα της ύπαρξης. Είναι η εκπληκτική στιγμή που ένα κύμα ευγνωμοσύνης κι ένα ευχαριστώ χωρίς λόγια, χωρίς ήχο, εκπέμπεται σε άγνωστες συχνότητες... γι' αυτό που βιώνεις, γι' αυτό που είσαι!
   Ανοίγεις τα μάτια, έχεις πάλι συνοχή,περπατάς αργά πάνω στα μαύρα βότσαλα, παίρνεις βαθειές ανάσες, να ρουφήξεις την ψυχή σου που την σκόρπισες......

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

                                            ΤΙ ΚΑΝΩ ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΤΑ ΒΡΑΔΥΑ......


    Εγώ τ' αγαπώ τα βράδυα μου. Όχι γιά το αρσενικό στο προσκεφάλι μου, στη σκέψη μου, στην προσμονή ή την ανάμνησή μου. Όχι γιά τα ποτήρια που αδειάζουν και γεμίζουν ξανά, με τους φίλους καρδιάς να αγγίζουν τα χαράματα. Όχι γιά την παράδοση του ύπνου σε όνειρα προφητικά, καθρέφτες της αγωνίας μου ή της προσδοκίας, χωρίς μνήμη στο ξύπνημα, μα με την αίσθηση του "χτες τη νύχτα, εγώ κάτι έζησα". 'Οχι για την ξεκούραση ενός ύπνου βαθύ που παρασύρει σαν ποτάμι ορμητικό τα σκουπίδια της ημέρας.
   Εγώ τ' αγαπώ τα βράδυα μου. Όχι γιατί με κρύβουν απ' αυτούς που να με κάνουν ανάπηρη στο μυαλό και στην ψυχή προσπαθούν στο φως της μέρας, όχι γιατί στα σκοτάδια τους μπορώ να κρύβω όλα όσα στο φως θα μ' έκαναν να ντρέπομαι.
   Εγώ τ' αγαπώ τα βράδυα μου. Γιατί πότε λειώνουν λίγο-λίγο το φεγγάρι, πότε το ταϊζουν πυγολαμπίδες και τρανεύει ... γιατί κολυμπούν στις πανσελήνους, γιατί ταξιδεύουν στη σιγαλιά χωνεύοντας και μεγαλοποιώντας τις πιό ελαφριές ανάσες, χωρίς παρεμβολές, χωρίς παράσιτα του δρόμου, των συνομιλιών, των κραυγαλέων αντιθέσεων. Γιατί μετράνε αστέρια, γνώριμα, παλιά, αστέρια που ανατέλλουν, που πέφτουν και προκαλούν ευχές, αστέρια αμυδρά που απαιτούν να ψάξεις τους ουρανούς ... να σκάψεις στο βαθύ σκοτάδι σαν μεταλλωρύχος, μέχρι να κλείσεις στην παλάμη των ματιών σου τον πολύτιμο λίθο.
   Γιατί ο αέρας τη νύχτα έχει άλλη μυρωδιά, αλαφρότερη, το χειμώνα "μυρίζει" παγωνιά, "μυρίζει" βροχή, "μυρίζει" χιόνι, το καλοκαίρι ξεχασμένες μυρωδιές από κήπους που μπορεί και να μην υπάρχουν πιά, παρ' όλα αυτά, τις νύχτες ακουμπάς την ευωδιά τους. Όσα τα μάτια δεν βλέπουν στο σκοτάδι, τα βλέπει η ψυχή.
   Γιατί τα παράθυρα γίνονται μαύροι μουσαμάδες και μπορώ να ζωγραφίσω μ' όλα τα χρώματα της ίριδας, να φτιάξω πέλαγα και δάση πυκνά κι ακρογιαλιές με κοχύλια, μωρά στρουμπουλά για τσίμπημα, χαμόγελα και μάτια κάθε λογής, λαμπερά, καθάρια, ελαφίσια... Κάθε βράδυ, πάλι άδειοι γιά να τους ξαναγεμίσω.
   Εγώ αγαπώ τα βράδυα μου γιατί εκεί κοντά στη δύση τους, αρχίζουν να στάζουν αίμα και ροδοπέταλα, πορτοκαλιά βροχή ... και πεθαίνουν μέσα στο χρυσάφι.



Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Να...γιατί

Και ξαφνικά γομίσαν τα λιβάδια 
με γλυκό νερό...
κι εμείς είχαμε παρακαλέσει μοναχά
γιά μιά χούφτα αλμύρα...
γιά μιά εκδίκηση και γιά ένα πείσμα
θα κολαστούμε.
Δεν το 'χουμε εύκολο εμείς στο στόμα
το " Ήμαρτον"