Translate

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

   « Στιγμές που πλημμυρίζουν τα ποτάμια, τότε που ανοίγουν οι ουρανοί και μουρμουρίζουν, στιγμές σαν η ψυχή αποξεχνιέται, κομμάτια από παλιές εικόνες αναπνέουν. Κι αρχίζουν καταιγίδες από ανθισμένα φώτα, που προκαλούν κι αναγυρίζουν τους αιώνες, αρχίζουν συμφωνίες που αδημονούν κι αντανακλάνε, σε κάτι θάλασσες σπαρμένες μ’ αγωνία… Στιγμές που ακολουθάνε τα καράβια, όταν λιμάνι γίνεται ο βράχος που λυγίζει, στιγμές σαν οι ματιές αργοπεθαίνουν, συγκλονισμένοι στέκουν οι θεοί και αδρανούνε… Τότε πληρώνει φόρο η κάθε επιθυμία, το κάθε δέντρο που τολμά να μεγαλώσει, αγκομαχούν οι γλάροι σ’ ακρογιαλιές κλεμμένες, και σταματούν τα ζήτω κάτω στις πλατείες. Ζητώ πληροφορίες για ένα παλιό σοκάκι, όπου μαζεύονταν οι ελπίδες και κουρνιάζαν, για κάτι σκοπευτήρια, σκευοφυλάκια μνήμης…».

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

ΑΝ ΚΟΥΡΑΣΤΩ……
Έχω φράχτες, πιο ψηλούς από τα πρέπει μου,
Γεμάτους από γιασεμιά, αγιόκλημα και ιβίσκους.
Να γεμίζουν τις μέρες μου με χρώματα, τις νύχτες μου με ευωδιές,
Όταν βγάζω βόλτα την ειδυλλιακή μοναξιά μου,
Όταν περιφέρω την σκέψη μου σε απόμερα, επίλεκτα στενάκια.
Φράχτες που με κρατάνε μέσα μου
Και με διαχωρίζουν από τους ασύμβατους.
Χρόνια πολλά επένδυσα να τους εντοπίσω, να τους οικειοποιηθώ,
Να τους χαρτογραφήσω στην ψυχή μου
Και να μάθω τις διαδρομές για να τους βρίσκω  με τυφλά βήματα.
Έχω παγκάκια. Ξύλινα, από λεπτούς κορμούς φτιαγμένα,
Με ποδαράκια πρασινισμένα από τα βρύα, «φυτεμένα» σε ξέφωτα,
Σε βουνοπλαγιές με θέα μια θάλασσα, μακρυνή , να ασπάζεται τους ορίζοντες.
Μαντεμένια, μαυριδερά, με περίτεχνα καράβολα,
Βιδωμένα σε στέρεο έδαφος. Σε προκυμαίες,
Δίπλα σε παλιομοδίτικα φανάρια, σε κιόσκια παλιών αρχοντικών,
Πρόθυμα ν’ αγκαλιάσουν  πότε τον στοχασμό μου
Και πότε την απουσία της σκέψης μου, τα ονειρικά ταξίδια μου,
Και την σιωπή του νού μου, όταν αφουγκράζομαι
Τα λόγια της καρδιάς.
Έχω δέντρα. Στεφανωμένα με σύννεφα και ήλιους,
Στολισμένα με κρύσταλλους βροχής και ριζωμένα βαθειά, σε γή καρποφόρα.
Καταφύγια για αποκαμωμένα πουλιά, μάγους που διυλίζουν το φώς του φεγγαριού.
Μπλεγμένα στου κισσού το ερωτικό αγκάλιασμα,
Γεμάτα αόρατη ζωή και ανήκουστους ψιθύρους.
Δέντρα καμάρες στα ξέφωτά μου, δέντρα λύκους που ουρλιάζουν
Στην πανσέληνο, όταν λυσσομανά βοριάς.
Άλλων το σώμα χωρά στην αγκαλιά μου, κι άλλων το μπόι φτάνει
Στην αγκαλιά του Θεού.
Έχω ώμους. Ώμους αγγέλων με  χρυσές μπούκλες κι ασημένια φτερά,
Ώμους ανθρώπων, που τα βάρη τα δικά τους και των άλλων,
Σήκωσαν με θέληση κι όχι δύναμη,
Ώμους σκυφτούς από σοφία και στητούς από περηφάνεια.
Έχω θεούς, ντυμένους με αγάπη και φως,
Συνηθισμένους να περπατούν δίπλα μου, να θροϊζουν στην ψυχή μου.

Δεν χρειάζεται να μου πεις που θ’ ακουμπήσω… και που θα στηριχτώ….

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΜΙΕΣ

Ιδρωμένα κορμιά, μπλεγμένα, λαμπερά,
Πρόθυμα να εκραγούν, να διαλυθούν,
Να παραλύσουν και να γείρουν
Το ένα μέσα στο  άλλο.
Ο έρωτας στροβιλίζεται γύρω μου,
Απλώνει τα μάτια του σε κάθε δικό μου κήπο,
Τα χέρια του σε κάθε δικό μου καρπό,
Γίνεται καλειδοσκόπιο
Και με ρουφά στις δίνες του.
Μία κουταλιά……

Δικό μου το κλάμα,
Ανακατεμένο με το κλάμα των παιδιών μου
Τη στιγμή που τρομοκρατημένα εκείνα
Πρωταντίκρυσαν τη ζωή,
Κι εγώ έννοιωσα πως κάπως έτσι πρέπει να είναι
Ο Παράδεισος,
Γεμάτος μωρουδίσιο κλάμα,
Των δικών μου μωρών το κλάμα.
Ταλαιπωρημένα, ζαρωμένα, πανέμορφα!
Δύο κουταλιές………..

Φιλαράκια λίγα,
Μα άξιοι καταλύτες της χαράς και της απόγνωσης,
Με απλωμένα χέρια,
Ανοιχτές αγκαλιές,
Σε στιγμές μου δύσκολες, στιγμές με χρώμα μαύρο,
Γεύση πικρή, ήχο υπόκωφο,
Με την ψυχή μου έτοιμη να κατρακυλήσει
Σαν σπασμένη ρόδα.
Τρείς, τέσσερεις, πέντε κουταλιές…….

Ασημένιο γιαννιώτικο, με σκαλίσματα
Το κουταλάκι της μνήμης μου,
Το βάζο από τα παλιά της γιαγιάς,
Το ανοίγεις και σού έρχονται ακόμα μυρωδιές
Από αρμπαρόριζα και βανίλια,
Σκεπασμένο το καπάκι του
Μ’ ένα κομμάτι δαντέλλα πλεχτή,
Δεμένο με ροδακινί, μεταξωτή κορδέλλα.
Όλη μου τη ζωή το γεμίζω
Κουταλιά-κουταλιά,
Από όλες της γλύκες του δρόμου μου,
Κι’ όσο κι αν ξορκίζω τις πικραλίδες
Κλέβοντας σαν το παιδάκι απ’ το βάζο,
Αυτό δεν αδειάζει ποτέ!!!



Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

                                      ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ


   Ένα μεγάλο βότσαλο κρατάς... Μιά παραλία γιά παράδοση, μαύρη παραλία, το απόλυτο εργαλείο της φυγής, από το αναληθές πραγματικό, στο αληθές των οραμάτων. Αρκεί να είσαι ανοιχτός, αποφασισμένος, έτοιμος να μεταλάβεις την μαγεία, να μείνεις ακύτταρος, αρχέγονη φωτεινή μνήμη.
   Εκεί τα πάντα μπορούν να γίνουν ένα, το ένα να γίνει όλα, εσύ να γίνεις μαύρη πέτρα κι η μαύρη πέτρα ουρανός...
   Στην αρχή νομίζεις ότι είσαι μικρός, λίγος, ανεπαρκής, ότι όλη αυτή η διάχυση είναι πέρα απ' την δική σου χωρητικότητα, ότι όλο αυτό είναι πολύ μεγάλο, πολύ μπερδεμένο, ότι η πέτρα που κρατάς, είσαι εσύ, αλλά το τριγύρω σου είναι το έμβιο και ο παλμός και η ανάσα της ύπαρξης...
   Κι ύστερα η πέτρα αρχίζει και λειώνει, μα ταυτόχρονα μένει ακέραια, κυλά ανάμεσα απ' τα δάχτυλα κι εσύ την κρατάς, κι είσαι πάλι εσύ, αλλά τώρα χύνεσαι κι απλώνεις, φτάνεις παντού, είσαι παντού, είσαι μεγάλος και διάφανος, χωράς παντού και τα πάντα χωράνε σε σένα, είσαι γη, ουρανός, είσαι ΕΣΥ η ανάσα της ύπαρξης. Είναι η εκπληκτική στιγμή που ένα κύμα ευγνωμοσύνης κι ένα ευχαριστώ χωρίς λόγια, χωρίς ήχο, εκπέμπεται σε άγνωστες συχνότητες... γι' αυτό που βιώνεις, γι' αυτό που είσαι!
   Ανοίγεις τα μάτια, έχεις πάλι συνοχή,περπατάς αργά πάνω στα μαύρα βότσαλα, παίρνεις βαθειές ανάσες, να ρουφήξεις την ψυχή σου που την σκόρπισες......

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

                                            ΤΙ ΚΑΝΩ ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΤΑ ΒΡΑΔΥΑ......


    Εγώ τ' αγαπώ τα βράδυα μου. Όχι γιά το αρσενικό στο προσκεφάλι μου, στη σκέψη μου, στην προσμονή ή την ανάμνησή μου. Όχι γιά τα ποτήρια που αδειάζουν και γεμίζουν ξανά, με τους φίλους καρδιάς να αγγίζουν τα χαράματα. Όχι γιά την παράδοση του ύπνου σε όνειρα προφητικά, καθρέφτες της αγωνίας μου ή της προσδοκίας, χωρίς μνήμη στο ξύπνημα, μα με την αίσθηση του "χτες τη νύχτα, εγώ κάτι έζησα". 'Οχι για την ξεκούραση ενός ύπνου βαθύ που παρασύρει σαν ποτάμι ορμητικό τα σκουπίδια της ημέρας.
   Εγώ τ' αγαπώ τα βράδυα μου. Όχι γιατί με κρύβουν απ' αυτούς που να με κάνουν ανάπηρη στο μυαλό και στην ψυχή προσπαθούν στο φως της μέρας, όχι γιατί στα σκοτάδια τους μπορώ να κρύβω όλα όσα στο φως θα μ' έκαναν να ντρέπομαι.
   Εγώ τ' αγαπώ τα βράδυα μου. Γιατί πότε λειώνουν λίγο-λίγο το φεγγάρι, πότε το ταϊζουν πυγολαμπίδες και τρανεύει ... γιατί κολυμπούν στις πανσελήνους, γιατί ταξιδεύουν στη σιγαλιά χωνεύοντας και μεγαλοποιώντας τις πιό ελαφριές ανάσες, χωρίς παρεμβολές, χωρίς παράσιτα του δρόμου, των συνομιλιών, των κραυγαλέων αντιθέσεων. Γιατί μετράνε αστέρια, γνώριμα, παλιά, αστέρια που ανατέλλουν, που πέφτουν και προκαλούν ευχές, αστέρια αμυδρά που απαιτούν να ψάξεις τους ουρανούς ... να σκάψεις στο βαθύ σκοτάδι σαν μεταλλωρύχος, μέχρι να κλείσεις στην παλάμη των ματιών σου τον πολύτιμο λίθο.
   Γιατί ο αέρας τη νύχτα έχει άλλη μυρωδιά, αλαφρότερη, το χειμώνα "μυρίζει" παγωνιά, "μυρίζει" βροχή, "μυρίζει" χιόνι, το καλοκαίρι ξεχασμένες μυρωδιές από κήπους που μπορεί και να μην υπάρχουν πιά, παρ' όλα αυτά, τις νύχτες ακουμπάς την ευωδιά τους. Όσα τα μάτια δεν βλέπουν στο σκοτάδι, τα βλέπει η ψυχή.
   Γιατί τα παράθυρα γίνονται μαύροι μουσαμάδες και μπορώ να ζωγραφίσω μ' όλα τα χρώματα της ίριδας, να φτιάξω πέλαγα και δάση πυκνά κι ακρογιαλιές με κοχύλια, μωρά στρουμπουλά για τσίμπημα, χαμόγελα και μάτια κάθε λογής, λαμπερά, καθάρια, ελαφίσια... Κάθε βράδυ, πάλι άδειοι γιά να τους ξαναγεμίσω.
   Εγώ αγαπώ τα βράδυα μου γιατί εκεί κοντά στη δύση τους, αρχίζουν να στάζουν αίμα και ροδοπέταλα, πορτοκαλιά βροχή ... και πεθαίνουν μέσα στο χρυσάφι.