Translate

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Κάθε ταξιδιώτης, τον ίδιο σταθμό τον βλέπει με τα δικά του μάτια....


ΣΥΝΩΝΥΜΙΑ


Α. Νίκος


   Ο Νίκος έβαλε το κλειδί στην πόρτα, έχοντας στο μυαλό του δύο εικόνες, τη μία στο αριστερό τμήμα του που τον απεικόνιζε σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό και αφρόλουτρο και την άλλη στο δεξί, που τον ήθελε στον καναπέ, με το τραπεζάκι μπροστά του να φιλοξενεί μια μακαρονάδα και μια μπύρα, με τον Παναθηναϊκό στην τηλεόραση απέναντι.
   Το σαλόνι ήταν εντελώς άδειο… κυριολεκτικά! Δεν υπήρχαν έπιπλα, εκτός από μια παλιά μπρεζέρα της νονάς του που την είχαν εκεί για συναισθηματικούς λόγους, κι ένα βοηθητικό σκαμπώ  που συνήθιζε να ακουμπάει τα πόδια του. Ούτε καναπές, ούτε πολυθρόνες, ούτε τραπεζάκια, ούτε μπαράκι, ακόμα και τα διακοσμητικά και οι πίνακες έλειπαν!
   Η ίδια εικόνα τον περίμενε και στην κουζίνα, όπου αυτά που είχαν μείνει πίσω ήταν  δυό – τρία πιάτα, δυό – τρία πειρούνια και μαχαίρια,, δυό – τρία ποτήρια και ο φούρνος μικροκυμάτων! Στην κρεβατοκάμαρα, μόνο το διπλό κρεβάτι, άδειες ντουλάπες, με τα δικά του μόνο ρούχα να κρέμονται σαν με αμηχανία στον άπλετο πια χώρο που είχαν . Δυο πετσέτες, δυο σεντόνια, δυο μαξιλαροθήκες, ένα πάπλωμα (καλωσύνη της!!!). Στο καθιστικό,μέσα στο κέντρο του δωματίου, το πολυμηχάνημα γυμναστικής που είχε κάνει δώρο στον εαυτό του τα Χριστούγεννα. Στο μπάνιο την απουσία προσπαθούσε να την ξεγελάσει μια … οδοντόβουρτσα και τα προσωπικά του είδη υγειινής.
   Τα μπαλκόνια όμως ήταν το μοιραίο χτύπημα. Ούτε μια γλάστρα, ακόμα και τα φυτά απ’ τις ζαρντινιέρες είχε ξεριζώσει η βρώμα! Σπασμένα κλαδάκια και τσακισμένα φύλλα ήταν διάσπαρτα στα πλακάκια. Προχώρησε να πάρει τη μάνικα να τα σπρώξει, -περισσότερο για να ξεπλύνει τη φρίκη του- κι αυτή φευγάτη!!!
   Ούτε δευτερόλεπτο! Ούτε ένα δευτερόλεπτο ακόμα εκεί μέσα, τουλάχιστον όχι τώρα, όχι σήμερα. Έκλεισε την πόρτα με μεγάλη προσοχή να μην κάνει καθόλου θόρυβο, λες κι αν άκουγαν οι γείτονες, θα μάθαιναν αυτόματα τι κρυβόταν πίσω της. Λες και δεν ήξεραν ήδη, ένα ολόκληρο σπίτι πήρε πόδι μέσα σ’ ένα πρωϊνό και δεν πήραν είδηση τίποτα. Μάλλον αυτό ήταν, δεν ήθελε να δηλώσει την παρουσία του γιατί θα ήταν σαν να δηλώνει και την επίγνωση ότι τον είχε παρατήσει. Θα κοιμόταν στον αδερφό του σήμερα, κι αύριο θα κοίταζε τι θα κάνει από δω και μπρος με μεγαλύτερη ψυχραιμία.
   Ύπουλη! Να τι ήταν, ύπουλη. Του είχε δώσει πριν δυό – τρεις μήνες ένα τελεσίγραφο, αλλά δεν το πήρε και τόσο στα σοβαρά, θεωρώντας ότι το έκανε πάνω στα νεύρα της. Μεγάλο σφάλμα απ’ ότι φαίνεται. Αλλά πάντα έτσι ήταν η Σοφία, εγωίστρια και πεισματάρα. Όλα έπρεπε να γίνονται με το δικό της τρόπο και στον δικό της χρόνο. Ό,τι αποφάσιζε έπρεπε να είχε γίνει «χτες»! Ισχυρογνώμων, όλα τα ήξερε και δεν έδινε φράγκο για το τι θα πει ο κόσμος. Εντάξει, είχαν μια αρκετά μεγάλη διαφορά ηλικίας, δεκάξι χρόνια ήταν ικανά να δημιουργούν χάσματα και δυσκολία στη συνεννόηση. Αλλά με λίγη καλή διάθεση, όλα μπορούν να διορθωθούν. Δηλαδή που ήταν το παράλογο να μην θέλει παιδιά στα σαρανταδύο του, όταν ήδη είχε άλλα τρία από δύο προηγούμενους γάμους; Γιατί δεν μπορούσε να έχει τόση δα κατανόηση για τους δικούς του , που φυσικό ήταν να την αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά, θεωρώντας την υπεύθυνη για το δεύτερο διαζύγιό του; Σιγά – σιγά θα την αποδεχόντουσαν κι όλα θα έμπαιναν στη θέση τους.
  Η αλήθεια είναι ότι η Σοφία έμαθε για τα τρία παιδιά και τα δύο διαζύγια, αφού είχαν ήδη αρραβωνιαστεί κι ο Νίκος δεν μπήκε καν στη διαδικασία να το διευκρινίσει στους δικούς του. Να άλλο ένα μείον της, δεν του συγχώρεσε ποτέ! Το ότι της το έκρυψε…
   Και ποια ήταν δηλαδή αυτή για να τον κρίνει; Σιγά το μεγάλο τζάκι από το οποίο καταγόταν. Μια κοπέλα σαν χιλιάδες άλλες. Αλλά αυτή θα χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο, γιατί αποκλείεται να βρεθεί άλλος άντρας να την αντέξει όπως την άντεχε αυτός. Μόνη της θα έμενε και θα μετάνιωνε κάθε στιγμή από δω και πέρα, που τον άφησε.
   Γαμώ το σόι της, τι θα έλεγε τώρα στους δικούς του; Πως θα μπάλωνε το τρίτο διαζύγιο; Αύριο, αύριο θα σκεφτεί με ηρεμία και σίγουρα θα βρει κάτι για να γλυτώσει την ξεφτίλα. Στο κάτω- κάτω, ήταν σκάλες πιο πάνω στην εξυπνάδα από τη Σοφία.  Α να χαθεί η σκύλα… Γιατί αυτό ήταν: ΣΚΥΛΑ!


Β. Παναγιώτης


   Τι γυναίκα Θεέ μου! Γεμάτη ζωντάνια κι αυτοπεποίθηση, πολύ όμορφη σύμφωνα με τα δικά του στάνταρντς και με ένα στοιχείο που αυτόν ειδικά τον ξετρέλαινε: χιούμορ, απίστευτο χιούμορ.
Με το που τους σύστησαν στο μπαράκι, δεν υπήρχε μέσα του κανένας δισταγμός. Παντρεμένος, ε και; Δεν θα ήταν η πρώτη φορά… Αυτά τα ελαφίσια μάτια έπρεπε να κοιτάζουν μόνο αυτόν μέσα στο μισοσκόταδο και κανέναν άλλον… Σύζυγο επέλεξε με αυστηρές προδιαγραφές για μάνα των παιδιών του. Άλλο η οικογένεια, άλλο ο έρωτας.
   Άνθρωπος που δεν χάνει άσκοπα τον χρόνο του, στις επόμενες μέρες την κυνήγησε με πείσμα κι επιμονή. Η Σοφία έχοντας σαν δόγμα της το «μακρυά από παντρεμένους», προσπάθησε να ξεγλυστρήσει από την στενή πολιορκία. Μέχρι το βράδυ που χτύπησε το κουδούνι της κι ανοίγοντας την πόρτα, βρέθηκε πριν προλάβει λέξη να πει, στην αγκαλιά του Παναγιώτη.
   Έρωτας… κακομαθημένο βρωμόπαιδο, χωρίς να υπολογίζει συνθήκες και προδιαγραφές, σήκωσε το τόξο κι έριξε κατ’ ευθείαν στο στόχο, στη Σοφία… Όσο ανοιχτή στις παρέες και στα κοινωνικά δρώμενα, τόσο κλειστή κι απόμακρη στον εσωτερικό της κόσμο, μην εκφράζοντας ποτέ αυτά που έννοιωθε και κρατώντας τα καλά καμουφλαρισμένα κάτω από ένα στρώμα εγωισμού και απόστασης. Έδινε, αλλά από μακρυά, έδινε, αλλά μόνο αν περίμενε να πάρει.
   Ο Παναγιώτης κουράστηκε. Είχε δικά του θέματα και υποχρεώσεις να τον απορροφούν, οι ανασφάλειες και οι προσδοκίες της Σοφίας ήταν τα μόνα που δεν χρειαζόταν στη ζωή του. Απομακρύνθηκε επιδέξια, κρατώντας μια υποτυπώδη επαφή μαζί της (γιατί και στο κρεββάτι δεν άφηνε τον εαυτό της να «δώσει», αυτή ήταν η αλήθεια). Χιλιάδες σαν κι αυτήν , κλειστή κι αποπροσανατολισμένη: αυτό ήταν.
   Απογοήτευση, απορία, παράπονο, πόθοι, ταλαιπώρησαν τη Σοφία για πάρα πολύ καιρό, και κάποια στιγμή εκτός από την απόρριψη του Παναγιώτη, ήρθε αντιμέτωπη μ’ ένα τραγικό ατύχημα που της στέρησε γονείς και οικονομική άνεση, μιας και εκ των υστέρων ήρθαν στο φως τεράστια χρέη τους που επιμελώς της απέκρυπταν. Εκεί πια ένοιωσε ότι δεν υπήρχε παρακάτω… καταλάβαινε πως είχε πιάσει όπως λένε πάτο. Ο μόνος δρόμος πια ήταν προς τα πάνω κι έπρεπε να βρει τρόπο να τον ανέβει.
   Περίπου τρία χρόνια μετά, έχοντας στις τσέπες του μια απερίγραπτη απογοήτευση και μια ακόμα πιο έντονη ψυχική κούραση, αποτελέσματα και τα δύο της προσεκτικά επιλεγμένης και απόλυτα συμβιβασμένης ζωής του, ο Παναγιώτης κάθεται σ’ ένα παραλιακό μπαράκι, με τη Σοφία απέναντί του να του χαμογελάει πλατιά. Είναι η Τρίτη φορά μες τη βδομάδα που αποζητά τη συντροφιά της και ήδη έχει ακυρώσει το επόμενο ραντεβού του με τον ψυχολόγο του. Η ίδια Σοφία, μα … άλλη Σοφία. Του δημιουργεί μια αίσθηση ότι ξαναγεννιέται, δίπλα της ακόμα κι ο αέρας φαίνεται πιο καθαρός και δροσερός. Και το πιο απλό άγγιγμά της, είναι σαν ενδοφλέβια ένεση με ισχυρό ηρεμιστικό… Περίεργο, φαίνεται πολύ πιο εύθραυστη από τότε που την πρωτοσυνάντησε, αλλά ταυτόχρονα ανθεκτική και σε πλήρη ισορροπία, σαν με το ένα χέρι να χαϊδεύει ένα σύννεφο και με το άλλο να χτίζει γέφυρες σαν του Σαν Φρανσίσκο.
   Δεν το ψάχνει όμως και πολύ. Μέσα του φοβάται πως αν το κάνει, θα επηρεάσει τη μαγεία, και δεν θέλει!
   Του αρκεί η παρουσία αυτής της γυναίκας που πέρασε τόσα πολλά, που περιπλανήθηκε περίπου δύο χρόνια από το Περού στις Ινδίες κι από το Μεξικό στο Θιβέτ, για να είναι αυτή τη στιγμή καθισμένη απέναντί του, τροφοδοτώντας τον με ζεστασιά, τρυφερότητα και ηρεμία!
   Δεν ξέρει πώς να το εκφράσει, αλλά η λέξη είναι πολύ κοντά, ένας ΑΓΓΕΛΟΣ, αυτό είναι!!!


Γ. Μανώλης


   Κομμάτια γυαλιά, σκόρπια χαρτιά, πεταμένα αντικείμενα γύρω- γύρω σ’ όλο το γραφείο, και μια γραμματέας στην είσοδο της πόρτας να τον κοιτάζει ακίνητη και σαστισμένη.
   -Τι κάθεσαι εκεί; Τσακίσου φύγε από μπροστά μου!
   Θυμός, θυμός ανεξέλεγκτος, καυτός που δεν εκτονώθηκε με τους κεραυνούς που εξαπέλυσε στο γραφείο του και ψάχνει τον επόμενο στόχο του. Οι φωτογραφίες της Σοφίας τραβάνε σαν μαγνήτης το βλέμμα του κάθε ένα λεπτό και ο νους του αδυνατεί να χωρέσει αυτό που δείχνουν.
   Τη Σοφία, -τη δικιά του Σοφία- στο κρεβάτι τους με το θετό του αδελφό. Μια φρίκη και μια αηδία που έφτασε στο γραφείο του το πρωί, ανώνυμα, κλεισμένη σ’ ένα κίτρινο φάκελλο. Η γυναίκα του, η αγάπη του, η ζωή του η ίδια, στα χέρια ενός ανθρώπου που πάντα τον ζήλευε και τον μισούσε, αλλά λόγω του πατέρα τους προσπαθούσαν να κρατάνε τα προσχήματα. Μ’ αυτήν είχε βρει την ευτυχία, μ’ αυτήν είχε μάθει να εκτιμά τα δώρα της ζωής του, ήταν ο μόνος άνθρωπος που της είχε παραχωρήσει το δικαίωμα της απόλυτης εμπιστοσύνης.
   Αυτό που δεν ήξερε ο Μανώλης, ήταν ότι το μίσος κι η ζήλεια του αδελφού του ήταν τόσο τυφλά, που μη μπορώντας να τον καταστρέψει οικονομικά (λόγω του ισχυρού πατέρα του), μόνο δρόμο καταστροφής είδε το συναισθηματικό κουρέλιασμα του Μανώλη. Θα του κατέστρεφε την ευτυχία.
   Η Σοφία δεν κατάλαβε ότι το ποτό της δεν ήταν αθώο, δεν κατάλαβε τίποτα απ’ όσα ακολούθησαν, το μόνο που έμαθε ήταν ότι την πήρε ο ύπνος στον καναπέ, όπου ο αδελφός την περίμενε υπομονετικά να ξυπνήσει και να φάνε μαζί με τον Μανώλη και τον πεθερό της που ήρθαν λίγο αργότερα. Άριστη σκηνοθεσία…
   Όχι, αυτές τις λεπτομέρειες δεν θα τις μάθαινε ποτέ ο Μανώλης. Αλλά από δω και πέρα, θα ήταν δυστυχής κι αυτό τον έκανε να πετάει στον έβδομο ουρανό.
   Έγινε δυστυχής, το φάντασμα της Σοφίας θα τον κυνηγούσε σε όλη του τη ζωή. Διάολε, σαν χιλιάδες άλλες κι αυτή, μια πρόστυχη, αυτό ήταν!
  
   Τρισήμισυ  σχεδόν ώρες καθυστέρηση για μια πτήση είναι δυσβάσταχτες, όταν πρέπει να τις περάσεις μόνος σου σε μια αίθουσα αναμονής αεροδρομίου. Ευτυχώς οι τρεις τους τις σκότωσαν σχετικά ανώδυνα, ξεδιπλώνοντας ο καθένας την δική του ιστορία. Και κοίτα σύμπτωση… και στις τρεις υπήρχε μια Σοφία, αλλά καμία σχέση η μια με την άλλη! Απλή συνωνυμία! Πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι η ίδια γυναίκα…
-       Η Σοφία!!!
Σχεδόν ταυτόχρονα το όνομα εκτοξεύτηκε από τρία αντρικά στόματα, καθώς η όμορφη, καλοντυμένη γυναίκα διέσχιζε το διάδρομο, μερικά μόνο μέτρα μακριά απ’ αυτούς, τραβώντας μια κομψή δερμάτινη βαλίτσα με ροδάκια, μη έχοντας επίγνωση της έκπληξης και της σιωπής που απλώθηκε ξαφνικά στην αντροπαρέα.
   Τα μεγάφωνα μόλις είχαν αναγγείλει την επιβίβαση της πτήσης για Χιλή.      

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ταξίδια στο διαδίκτυο... στην πραγματικότητα... στο εικονικό, πού σταματάει το παιχνίδι κι αρχίζει το σοβαρό;;;

FACEBOOK


   Ψηλή, με καστανόξανθα φυσικά μαλλιά κι ένα σώμα που από τότε που ξεπέρασε εκείνη την εφιαλτική εποχή που λέγεται «άχαρη ηλικία», δεν πέρασε ποτέ απαρατήρητο από τον αντρικό πληθυσμό, συγκεντρώνοντας τον αποκλειστικό θαυμασμό και τις κρυφές επιθυμίες όλων των αρσενικών που τύχαινε να βρίσκονται στο δρόμο της. Γλυκό προσωπάκι με εκφραστικά μεγάλα μάτια και πλατύ γνήσιο χαμόγελο.
   «Φίλες» που κόλλαγαν μαζί της για να κλέψουν ένα κομμάτι από τη «δόξα», που φοβόντουσαν να την γνωρίσουν στους γκόμενούς τους για να αποφύγουν την σύγκριση, η να κάνουν πολλή παρέα με τους συζύγους τους, παρ’ όλο που εδώ και τέσσερα χρόνια, ζούσε μια πολύ όμορφη και ήρεμη σχέση με τον Αντρέα. Όμορφο παιδί, με ταλέντο, που ανέβαινε αργά αλλά σταθερά τα σκαλιά της επιτυχίας στο μουσικό στερέωμα. Συνθέτης και τραγουδιστής πολλά υποσχόμενος.
   Farmville!!! Παιχνίδι στο facebook. Με εκατομμύρια παίκτες σ’ όλον τον κόσμο. Άκρως εθιστικό. Μελανό σημείο στην κατά τα’ άλλα φυσιολογική ζωή της Ελπίδας. Το μέγα λάθος έγινε όταν ένα βράδυ, γυρνώντας από τη δουλειά που λόγω απογραφής ,της είχε κατασπαράξει όλη την ημέρα και την ενέργεια, πάτησε ΑΠΟΔΟΧΗ αντί ΑΓΝΟΕΙΣΤΕ σε πρόσκληση μιας virtual φίλης να συμμετέχει στο παιχνίδι.
   Κόλλησε! Ήταν το διάλειμμά της, η ξεκούρασή της, ο ψυχολόγος της. Έτσι έλεγε στον Αντρέα που την κορόϊδευε. Ο Αντρέας το έλεγε «εμμονή». Η Ελπίδα γελούσε:
   -Η μόνη μου εμμονή είσαι εσύ, απαντούσε και τον πείραζε με το όμορφο στόμα της να σχηματίζει μια κοροϊδευτική γκριμάτσα.
   Η λίστα φίλων της, είχε αυξηθεί σημαντικά λόγω του παιχνιδιού. Ζητούσε πράγματα, βοήθειες, συνεργασίες, άλλοτε τα έπαιρνε, άλλοτε όχι.
Η ιδέα της ήρθε κάποια στιγμή, όταν δεν βρήκε ανταπόκριση ένα από τα αιτήματά της προς τους συμπαίκτες της.
   Δεύτερο προφίλ! Μέσα απ’ αυτό θα μπορούσε να συνεργάζεται όποτε το χρειαζόταν με το κύριο προφίλ της. Μπήκε στο google,βρήκε μία πολύ μακρινή φωτογραφία μιάς άχρωμης κοπελίτσας (να μην τραβάει ιδιαίτερα την προσοχή), έφτιαξε ένα προφίλ χωρίς ιδιαίτερη προσωπικότητα, μπήκε στην αναζήτηση και έστειλε καμιά δεκαριά τυχαίες προσκλήσεις φιλίας εκτός από αυτήν που έστειλε στον εαυτό της, και… έτοιμο! Ούτε εντελώς άδειο και αρκετά διακριτικό.
   Η Elena Karageorgou πήρε την θέση της μέσα στο πάνθεον του facebook, εκπληρώνοντας με συνέπεια τα καθήκοντά της ως αρωγού και συμπαίκτη της Ελπίδας. Που και που κάποιος η κάποια της έστελναν αιτήματα φιλίας, καλόβολη η Έλενα δεν έλεγε όχι σε κανέναν.
   Πρώτη φορά που βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα ΑΠΟΔΟΧΗ η ΑΠΟΡΡΙΨΗ, ήταν όταν είδε στο αίτημα το όνομα του Αντρέα! Το πιο πιθανό είναι ότι είχε δει την Έλενα ανάμεσα στους φίλους της. Δε βαριέσαι… αποδοχή!!! Μήπως θα το μάθει ποτέ; Έχει και το γούστο του το πράγμα!
   Στην αρχή ήταν τα σχόλια του Αντρέα, στα προσεκτικά διαλεγμένα απρόσωπα statusτης Έλενας, που κατάφερναν να την βάζουν σ’ έναν αντίλογο που κατέληγε σε διάλογο! Τα σχόλια έγιναν μηνύματα, κοινότυπα και άνευ ουσίας σε πρώτη φάση, πιο προσωπικά στη συνέχεια. Η Έλενα ήταν ελεύθερη. Ο Αντρέας σε σχέση, που δεν… τράβαγε!!!
   Η Ελπίδα κοίταζε το μήνυμα δυό μερόνυχτα μέχρι να χωνέψει αυτό το «δεν τραβάει»… Παραχώρησε στο οπλοστάσιο της Έλενας τις γνώσεις της από τα σεμινάρια ψυχολογίας που είχε παρακολουθήσει και την έριξε στη μάχη.
   -Δηλαδή;
   Ο Αντρέας έπρεπε να γίνει πιο σαφής κι έγινε. Αγαπούσε την κοπέλα του, το αντίθετο θα ήταν μεγάλο ψέμα. Αλλά δεν του έφτανε μόνο αυτό. Ένιωθε «βολεμένος», του έλειπε η απορία, η έκπληξη, το ταξίδι κι η περιπέτεια μέσα στο μυαλό μιάς γυναίκας. Όλα ήταν απλά και δεδομένα. Του ήταν αδύνατον να φανταστεί την υπόλοιπη ζωή του έτσι.
   Στην προσπάθειά της να ανατρέψει την κατάσταση, παρασύρθηκε κι άφησε την φουκαριάρα την Έλενα να τρέχει Μαραθώνιους συζητήσεων, παρέα με τον άντρα που γι αυτήν σήμαινε τόσα πολλά. Παράλληλα σαν Ελπίδα προσπαθούσε να αλλάξει το προφίλ της σχέσης τους. Αλλά έρχονταν στιγμές που θόλωνε τελείως και τότε έβαζε τις αισθήσεις της σε καταστολή και δραπέτευε από το πρόβλημά της με το να επισκέπτεται μανιωδώς τον ψυχολόγο της, το Farmville.
   Ο Αντρέας της ζήτησε να φύγουν ένα διήμερο στο Ναύπλιο. Θα έπρεπε να χαρεί. Δεν χάρηκε. Κάτι της έδωσε μια κλωτσιά στο στομάχι, διπλώθηκε στα δυό και δέχτηκε. Επιστρέφοντας μόνη, με τις μνήμες του Αντρέα να της δηλώνει την απόφασή του, έχοντας στο πρόσωπό του τα σημάδια της ταλαιπωρίας που περνούσε προσπαθώντας να το κάνει όσο πιο σωστά και ανώδυνα μπορούσε και για τους δυό τους, δεν ήταν ικανή ακόμα να δώσει όνομα στο πως ένιωθε… Αύριο ίσως, στο φως της ημέρας που βοηθάει πολλές φορές στο να δεις και να νοιώσεις αλλιώς τα πράγματα.
   Άνοιξε τον υπολογιστή, ήθελε να διαγράψει το προφίλ της Έλενας, αυτή τη στιγμή ήταν το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε ανώδυνα πάνω του να ξεσπάσει ένα μέρος από το θυμό της. Κι είχε και μια καλή δικαιολογία. «Αυτή» ήξερε πολύ πριν ο Αντρέας μιλήσει στην ίδια, τις προθέσεις του.
   Ένα νέο μήνυμα από: Αντρέας
«Σήμερα χώρισα. Δεν ξέρω αν νιώθω καλά και πόσο, ήσουν ουσιαστική βοήθεια στο να πάρω μια απόφαση που ανέβαλα εδώ και πολύ καιρό από δειλία, από φόβο, από ενοχές; Πραγματικά δεν ξέρω… Αυτό που ξέρω σίγουρα, είναι ότι θέλω πολύ να σε συναντήσω».
   Ψυχραιμία… Ασαφής η απάντηση, ούτε ναι, ούτε όχι. Το προφίλ πήρε παράταση.
  

   -Μου υπογράψατε τις προσφορές που άφησα στο γραφείο σας;

Κάτια. Φιλόδοξο και αποφασιστικό άτομο, αρετές απαραίτητες στον χώρο του επιχειρηματικού ανταγωνισμού, που τις είχε διακρίνει η Ελπίδα από την πρώτη στιγμή, όταν ανέλαβε τις συνεντεύξεις για την πρόσληψη ιδιαιτέρας της οικονομικής διευθύντριας, δηλαδή της δικής της!
Σήκωσε το κεφάλι από τα χαρτιά της και την κοίταξε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Μια σχετικά άχρωμη κοπέλα που δεν της ήταν ιδιαίτερα συμπαθής αλλά ήταν αστέρι στη δουλειά της. Σήμερα φορούσε ένα τζήν κι ένα κίτρινο μπλουζάκι… σαν την φωτογραφία της Έλενας! Έτσι όπως την κοίταζε, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η Έλενα.
   Μυαλό που άρχισε να τρέχει με χίλια, χρησιμοποιώντας σαν καύσιμο τον θυμό της και τη νεογέννητη επιθυμία της για εκδίκηση.
   -Θα ήθελες να φάμε μαζί το μεσημέρι η έχεις κανονίσει κάτι;
   Σιγά μη δεν ήθελε η Κάτια. Γεύμα με την διευθύντρια οικονομικού. Και με τον George Clooney να είχε ραντεβού, θα το ακύρωνε!!!
   1.200 ευρώ καθαρά έπαιρνε η Κάτια (το μυαλό της Ελπίδας έτρεχε τώρα σε ιταλική οτοστράντα), με δύο «υποτιθέμενες» ακόμη αρμοδιότητες, μπορούσε να ανεβάσει το ποσόν σε 2.200 ευρώ καθαρά και να κανονίσει μια σύμβαση που θα εξασφάλιζε μακροχρόνια θέση στην εταιρεία… και με εξασφαλισμένη την εχεμύθεια της Κάτιας, μιας και η θέση της παιζόταν μόνο στα δάχτυλα της Ελπίδας.
   Εκπληκτικό γεύμα! Κι οι δυό τους το απόλαυσαν μέχρι την τελευταία γουλιά του καφέ τους και την τελεία στην μυστική τους συμφωνία. Η Κάτια έμαθε το σενάριο, πήρε τους κωδικούς, βαφτίστηκε Έλενα, και τον βασικό λόγο δεν τον έμαθε ποτέ, μόνο το ζητούμενο: Τσάκισέ τον!
Με την ευγενική χορηγία της Ελπίδας, έγινε η γνωριμία με τον Αντρέα.
   Ο Αντρέας πήρε όλα όσα γύρευε από μια γυναίκα, όλα όσα είχε ανάγκη όταν η επιλογή της περιπέτειας είχε υπερισχύσει της βολεμένης ανίας του. Πριν προλάβει να βρει μόνος του τις ισορροπίες του, η Έλενα αλώνισε το κρεβάτι, την καρδιά και το μυαλό του. Δεν τον πήγε ποτέ σπίτι της (είχε αυστηρούς γονείς)… Της ζήτησε να μείνουν μαζί, δέχτηκε.
   Εφτά μήνες σχέση, ένας μήνας συγκατοίκησης, δύο, η Ελπίδα είχε υπομονή. Τη μέρα που έκλειναν χρόνο η Έλενα εξαφανίστηκε. Τίποτα δικό της στο σπίτι, το κινητό της κλειστό, και το facebook δεν έβρισκε πουθενά το προφίλ της. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.

   -Δεν έχεις παράπονο! Μια χαρά τα πήγα!
   Όρμησε η Κάτια στο γραφείο, αλλά σώπασε απότομα, όταν είδε την Ελπίδα κάτασπρη με τα μάτια να κοιτάνε στο πουθενά.
   -Ελπίδα;;;
   Καμιά αντίδραση…
   Προχώρησε γρήγορα προς το γραφείο όπου η εφημερίδα μπροστά στην προϊσταμένη της, τράβηξε την προσοχή της.

«Τραγικό θάνατο βρήκε τα χαράματα στην παραλιακή, ο ταλαντούχος συνθέτης και τραγουδιστής Αντρέας Καλογήρου, όταν τρέχοντας με υπερβολική ταχύτητα, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε στην θάλασσα. Η αστυνομία δεν αποκλείει και το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, καθώς άτομα από το στενό του περιβάλλον, μιλάνε για ερωτική απογοήτευση που τις τελευταίες μέρες τον είχε οδηγήσει στα πρόθυρα της τρέλλας…

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Στό δρόμο μας ζούμε πολλά... περνάμε "μέσα" από πολλά...κι αν εκτός από πρωταγωνιστές δεν έχουμε την ικανότητα να είμαστε και ψύχραιμοι παρατηρητές της ζωής μας, όλα αυτά μας αλλοιώνουν και η συνειδητοποίηση αυτής της αλλοίωσης (αν ποτέ γίνει) , ...φέρνει μαζί της τον τρόμο....

                                                               
   Ήμουν ο άνθρωπος που
ερωτεύτηκε τον κεραυνό
που βαφτίστηκε στην καταιγίδα
που έβαλε την ψυχή του να κυλά
σε βίους παράλληλους.

   Είμαι ο άνθρωπος που
Αναδύεται από την ομίχλη
Με χέρια καμένα
Με κόκκαλα υγρά
Με ψυχή ακινητοποιημένη από έκπληξη.

   Φοβάμαι τι άνθρωπος θα γίνω
Όταν η ψυχή μου αρχίσει
Πάλι να κινείται.
                                                       

Ένα ταξίδι - αστραπή, με δύο γυναίκες, δύο ημερολόγια και πολλά κουτιά... σοκολατάκια!!!

ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                          2003:


 -Καλά, ο τύπος δεν παίζεται!

 Από την κουζίνα άρχισε να ακούγεται ο απελπισμένος ήχος του ψητού της κατσαρόλας που εκλιπαρεί "καίγομαι, έλα να με σώσεις", εντελώς δικαιολογημένα μιας και επί τρία τέταρτα τώρα η Ιουλία (κατά κόσμον Τζούλια), μονοπωλούσε στο τηλέφωνο την προσοχή και την... υπομονή μου. Μία νύχτα ερωτικής κραιπάλης με νέο πρωταγωνιστή, ξαναζούσε στ' αυτιά μου με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια.

 - Δώσε μου τρία λεπτά μόνο να σβήσω το φαγητό...

 Αν είχε αυτή η συσκευή τη δυνατότητα να μαγνητοφωνεί τις συνομιλίες μας και να σχολιάζει ό,τι λέμε, σίγουρα θα μας σκυλοβριζε κάθε τρείς και λίγο γιά το μαρτύριο που την υποβάλουμε. Γιατί σήμερα είναι η Ιουλία, χτες ήμουν εγώ κι αυτό το βιολί συνεχίζεται εδώ και πολλά χρόνια.

- Κοίτα, στο κρεββάτι είναι απίστευτος, αλλά κατά τ' άλλα πρέπει να είναι πολύ μαλάκας ο άνθρωπος.

Μα ένας δεν έχει περάσει από τη ζωή και το κρεββάτι μας που να μην έχει καταχωρηθεί στο συρταράκι με την ετικέττα "μαλάκας"...                                                                                                      Παντρεμένες το πάλαι ποτέ και οι δυό, χωρισμένες και αρνούμενες από τότε να "ξαναφτιάξουμε" τη ζωή μας σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει στον όρο ο πολύς κόσμος, κι έχοντας παιδιά που στην τελική είναι τα μόνα πλάσματα που λατρεύουμε ως έχουν πάνω σ' αυτόν τον πλανήτη!                           .
- Ρε συ, μ' όλους αυτούς τους μαλάκες, θα έχουμε να λέμε ιστορίες στα ΚΑΠΗ όταν θα είμαστε ογδόντα χρονών, ξέσπασε σε γέλια η Ιουλία.                                                                                              -Ναι καλά, στα ογδόντα μας, θα έχουμε κι οι δυό αλτσχάϊμερ και δεν θα θυμόμαστε ούτε τι φάγαμε το μεσημέρι, όχι με ποιούς βγάζαμε τα μάτια μας!
 -Τότε να κρατάμε ημερολόγιο! Με πλήρεις περιγραφές και χρονολογίες! Φαντάσου ρε τι γέλια θα κάνουμε, θα είμαστε οι μόνες χαρούμενες γριές στο ίδρυμα!
 -Αμέ! και θα πεθάνουμε μιά μέρα, θα βρούνε τα ημερολόγια τα παιδιά μας και θα σου πω εγώ τι γέλια θα κάνουνε μόλις τα διαβάσουν! Πάει η υστεροφημία μας...
 -Και δεν αλλάζουμε τα ονόματα; Δεν θα βάλουμε τα δικά μας, αλλά δύο άσχετα. Αντί Ιουλία, Νατάσσα ας πούμε, και αντί Φανή, Μαργαρίτα, έλα ρε, θα έχει πλάκα!
 Κοίτα που το σκέφτομαι κι όλας. Μαργαρίτα... μ' αρέσει....
 Ένα ημερολόγιο με όλες τις προσπάθειες μας (όσες θυμόμαστε κι όσες ακολουθήσουν) να ξεχωρίσουμε τον "τέλειο άντρα" από τον ατέλειωτο σωρό των προβληματικών, με όλα τα ευτράπελα, όλες τις εκπλήξεις, την πλάκα και τις απογοητεύσεις τους. Δύο ανύπαρκτες θα διασώσουν τις μνήμες μας και θα νοστιμίσουν τα γιαούρτια και τις σούπες του γηροκομείου!
 -Γιατί όχι; Σήμερα κι όλας το αρχίζω. Θα έρθω γιά καφέ αργότερα. Έφτιαξα και σοκολατάκια τρουφάκια, θα φέρω να τα τσακίσουμε!

2040:

 Πυκνογραμμένες σελίδες, σ' ένα τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο, τις διαβάζω και απορώ με δύο πράγματα. Πως βρέθηκε στη ζωή μου αυτή η γυναίκα και πως ήταν. Καθόλου δεν με βοηθάει η μνήμη μου.
 -Βρε Ιουλία, μήπως η Μαργαρίτα ήταν καμμιά από τις συναδέλφους σου;
 Αποκλείεται, ούτε μπορώ να την φέρω στο νού μου, ούτε το όνομά της μου λέει κάτι. Μάλλον φίλη της Νατάσσας θα ήταν.
 -Καλά, μήπως θυμάμαι και την Νατάσσα; Εδώ την έχεις ξεχάσει εσύ που ήταν δική σου φίλη.
 -Πολύ αμφιβάλλω... αυτή ήταν εντελώς ξεδιάντροπη παιδάκι μου, φίλη αυτή; αποκλείεται. Διαβάζω και ντρέπομαι εγώ γιά πάρτη της.

 Μεγέθη, χρώματα, τεχνικές, φράσεις και διαδικασίες, είναι αλήθεια ότι περιγράφονται και στα δύο ημερολόγια, με τόση γλαφυρότητα που μ' έχει επανηλειμένα σοκάρει από τότε που άρχισα να διαβάζω. Αλλά ένας θεός ξέρει τι συγκυρίες είχαν φέρει στο δρόμο μας αυτές τις δυό γυναίκες που αν μη τι άλλο είχαν φάει τη ζωή με το κουτάλι απ' ότι φαίνεται, και που ενώ οι ζωές τους μας είχαν εντυπωσιάσει τόσο ώστε να κρατάμε ημερολόγιο με τις περιπέτειές τους και τις διηγήσεις του, παρ' όλα αυτά καμμιά μας δεν τις θυμάται.
 Ένας άλυτος γρίφος η ύπαρξή τους, που το μυαλό μας αδυνατεί να λύσει και έχει παρατήσει κάθε προσπάθεια να το πετύχει, εδώ και αρκετό καιρό. Γιά να πώ τη μαύρη αλήθεια, το μυαλό μας αδυνατεί να λύσει γενικώς, όπως επίσης να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν απλές, καθημερινές λειτουργίες, όπως γιά παράδειγμα: πόση ώρα με περίμενες; η : σε πήρε ο γιός σου τηλέφωνο; αλλά ας μη το κάνουμε θέμα. Η Μαργαρίτα και η Νατάσσα υπήρξαν στη ζωή μας, όσο κι αν αυτό θεωρώ ότι δεν μας κολακεύει και ιδιαίτερα.
 -Πάντως κάπου τις λυπάμαι, όλο με μαλάκες μπλέκανε. Έναν σωστό και φυσιολογικό άντρα δεν συνάντησαν!
 -Δεν ξέρω Ιουλία... η άτυχες, η εύκολες...
  Μπορεί να ήταν κι εύκολες. Γιατί όχι; Από δοκιμή σε δοκιμή, από κρεββάτι σε κρεββάτι... κι όλος αυτός ο σαρκασμός γι' αυτά που ζούσαν... Άτυχες, εύκολες, απελπισμένες; Αναρωτιέμαι αν μας πρόσφεραν ποτέ κάτι, η αν καταφέραμε εμείς να τους προσφέρουμε. Και που να βρίσκονται τώρα...
 Οι αναφορές στη Νατάσσα σταματάνε όταν όπως έχω σημειωμένο, μπήκε στο νοσοκομείο με εγκεφαλικό. Η Ιουλία πάλι λέει κάπου προς το τέλος του δικού της -έχοντας αφήσει ένα κενό περίπου δύο χρόνων- , ότι η Μαργαρίτα έφυγε γιά ένα ταξίδι στην Αμερική και δεν ξανάγραψε πιά τίποτα γι αυτήν.
 Καταραμένο μυαλό! Μόνο τα πολύ παιδικά μου χρόνια θυμάται πεντακάθαρα κι εκεί δεν υπάρχουν απορίες για να μου τις λύσει!!!
 -Ιουλία, έρχεται ο γιός σου!
 Ο δικός μου δεν έρχεται συχνά. Ταξιδεύει πολλές φορές το χρόνο στην Αμερική και μερικές φορές περνάνε και δύο μήνες ανάμεσα στις επισκέψεις του. Της Ιουλίας έρχεται πολύ συχνά, σχεδόν μέρα παρά μέρα και πάντα φέρνει κι ένα κουτάκι με σοκολατάκια που μέχρι να ξανάρθει το τσακίζουμε με την Ιουλία.

2046:

... Γιατί ρε Ιουλία έπρεπε να φύγεις πρώτη; Δεν με άφησαν ούτε στην κηδεία σου να έρθω. Λένε ότι το λιγοστό μυαλό που μου είχε απομείνει, το έχασα κι αυτό. Δεν είναι αλήθεια. Εσένα σε θυμάμαι... Έ δωσα στο γιό σου το ημερολόγιό σου. Έρχεται συχνά και με βλέπει. Πολύ καλό παιδί....

2048:

 Δέσιμο με τη φούστα της -με την κλασσική έννοια της φράσης-, ποτέ δεν είχε ο Στάθης. Νωρίς κόπηκε ο ομφάλιος λώρος, αφού η Αμερική μόλις τον σπούδασε, του χάρισε και το αμερικάνικο όνειρο, προσφέροντάς του μόνιμη συνεργασία στον χώρο της έρευνας, μέσω του μεγαλύτερου πανεπιστημίου της χώρας. Το άλλο δέσιμο όμως, αυτό που τώρα άφηνε τα δάκρυα να ακολουθούν το δικό τους δρόμο στο πρόσωπό του, δεν κατάφερε ποτέ να το κόψει.
 Δεν την έβλεπε συχνά, ήξερε όμως πως ΗΤΑΝ εκεί κι η γνώση της ύπαρξής της, τον γαλήνευε πάντα στις ώρες της καταχνιάς. Τώρα; Περίεργο, αλλά ενώ η πραγματικότητα άλλα του έλεγε, αυτό το "ακαθόριστο" μέσα του, έννοιωθε την παρουσία της γύρω του, όπως πάντα. Α ρε μάνα, πάντα το έλεγες και μάλλον το έκανες: Πάντα δίπλα σου μωρό μου!
Η Φανή ήταν ικανή να λαδώσει και τον Αγιο Πέτρο γιά να πετύχει το σκοπό της... να είναι πάντα ΕΚΕΙ...
 Σε τέσσερεις ώρες πέταγε γιά Αμερική και αυτές τις τελευταίες ώρες, επέλεξε να τις περάσει με τον Αλέκο, φίλο παιδικό, γιό της Ιουλίας, κολλητής της μάνας του. Μαζί μεγάλωσαν κι ενώ οι δρόμοι τους διαφοροποιήθηκαν, η φιλία τους παρέμεινε ανέπαφη.
 Το ένα λεπτό έτρωγε το άλλο, καθώς μνήμες χόρευαν γύρω από το τραπεζάκι ανάμεσά τους, γεμάτο αποτσίγαρα και μπύρες. Όλη η προσφορά των μανάδων τους, ο συναισθηματικός τους κόσμος, ο σεβασμός και η εκτίμηση των άλλων γι αυτές, πέρασαν σαν ταινία μέσα στο ευρύχωρο σαλόνι της σουίτας του Στάθη.
 - Όταν πέθανε η μάνα μου, η Φανή μου έδωσε το ημερολόγιό της, είπε κάποια στιγμή ο Αλέκος.
 - Κι η δικιά μου κρατούσε ένα, ψιθύρισε ο Στάθης, μου το έδωσαν από το ίδρυμα...
 - Καλά, είχες γνωρίσει ποτέ εσύ αυτές τις φίλες τους, την Μαργαρίτα και τη Νατάσσα; Εγώ ανακάλυψα την ύπαρξή τους όταν διάβασα το ημερολόγιο.
 - Μα, ποτέ! Αλλά μάλλον μπορώ να καταλάβω γιατί τις κράτησαν μακρυά μας. Μεγάλες πουτάνες οι κυρίες!!!!!