ΣΥΝΩΝΥΜΙΑ
Α. Νίκος
Ο Νίκος έβαλε το κλειδί στην πόρτα, έχοντας στο μυαλό του δύο εικόνες, τη μία στο αριστερό τμήμα του που τον απεικόνιζε σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό και αφρόλουτρο και την άλλη στο δεξί, που τον ήθελε στον καναπέ, με το τραπεζάκι μπροστά του να φιλοξενεί μια μακαρονάδα και μια μπύρα, με τον Παναθηναϊκό στην τηλεόραση απέναντι.
Το σαλόνι ήταν εντελώς άδειο… κυριολεκτικά! Δεν υπήρχαν έπιπλα, εκτός από μια παλιά μπρεζέρα της νονάς του που την είχαν εκεί για συναισθηματικούς λόγους, κι ένα βοηθητικό σκαμπώ που συνήθιζε να ακουμπάει τα πόδια του. Ούτε καναπές, ούτε πολυθρόνες, ούτε τραπεζάκια, ούτε μπαράκι, ακόμα και τα διακοσμητικά και οι πίνακες έλειπαν!
Η ίδια εικόνα τον περίμενε και στην κουζίνα, όπου αυτά που είχαν μείνει πίσω ήταν δυό – τρία πιάτα, δυό – τρία πειρούνια και μαχαίρια,, δυό – τρία ποτήρια και ο φούρνος μικροκυμάτων! Στην κρεβατοκάμαρα, μόνο το διπλό κρεβάτι, άδειες ντουλάπες, με τα δικά του μόνο ρούχα να κρέμονται σαν με αμηχανία στον άπλετο πια χώρο που είχαν . Δυο πετσέτες, δυο σεντόνια, δυο μαξιλαροθήκες, ένα πάπλωμα (καλωσύνη της!!!). Στο καθιστικό,μέσα στο κέντρο του δωματίου, το πολυμηχάνημα γυμναστικής που είχε κάνει δώρο στον εαυτό του τα Χριστούγεννα. Στο μπάνιο την απουσία προσπαθούσε να την ξεγελάσει μια … οδοντόβουρτσα και τα προσωπικά του είδη υγειινής.
Τα μπαλκόνια όμως ήταν το μοιραίο χτύπημα. Ούτε μια γλάστρα, ακόμα και τα φυτά απ’ τις ζαρντινιέρες είχε ξεριζώσει η βρώμα! Σπασμένα κλαδάκια και τσακισμένα φύλλα ήταν διάσπαρτα στα πλακάκια. Προχώρησε να πάρει τη μάνικα να τα σπρώξει, -περισσότερο για να ξεπλύνει τη φρίκη του- κι αυτή φευγάτη!!!
Ούτε δευτερόλεπτο! Ούτε ένα δευτερόλεπτο ακόμα εκεί μέσα, τουλάχιστον όχι τώρα, όχι σήμερα. Έκλεισε την πόρτα με μεγάλη προσοχή να μην κάνει καθόλου θόρυβο, λες κι αν άκουγαν οι γείτονες, θα μάθαιναν αυτόματα τι κρυβόταν πίσω της. Λες και δεν ήξεραν ήδη, ένα ολόκληρο σπίτι πήρε πόδι μέσα σ’ ένα πρωϊνό και δεν πήραν είδηση τίποτα. Μάλλον αυτό ήταν, δεν ήθελε να δηλώσει την παρουσία του γιατί θα ήταν σαν να δηλώνει και την επίγνωση ότι τον είχε παρατήσει. Θα κοιμόταν στον αδερφό του σήμερα, κι αύριο θα κοίταζε τι θα κάνει από δω και μπρος με μεγαλύτερη ψυχραιμία.
Ύπουλη! Να τι ήταν, ύπουλη. Του είχε δώσει πριν δυό – τρεις μήνες ένα τελεσίγραφο, αλλά δεν το πήρε και τόσο στα σοβαρά, θεωρώντας ότι το έκανε πάνω στα νεύρα της. Μεγάλο σφάλμα απ’ ότι φαίνεται. Αλλά πάντα έτσι ήταν η Σοφία, εγωίστρια και πεισματάρα. Όλα έπρεπε να γίνονται με το δικό της τρόπο και στον δικό της χρόνο. Ό,τι αποφάσιζε έπρεπε να είχε γίνει «χτες»! Ισχυρογνώμων, όλα τα ήξερε και δεν έδινε φράγκο για το τι θα πει ο κόσμος. Εντάξει, είχαν μια αρκετά μεγάλη διαφορά ηλικίας, δεκάξι χρόνια ήταν ικανά να δημιουργούν χάσματα και δυσκολία στη συνεννόηση. Αλλά με λίγη καλή διάθεση, όλα μπορούν να διορθωθούν. Δηλαδή που ήταν το παράλογο να μην θέλει παιδιά στα σαρανταδύο του, όταν ήδη είχε άλλα τρία από δύο προηγούμενους γάμους; Γιατί δεν μπορούσε να έχει τόση δα κατανόηση για τους δικούς του , που φυσικό ήταν να την αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά, θεωρώντας την υπεύθυνη για το δεύτερο διαζύγιό του; Σιγά – σιγά θα την αποδεχόντουσαν κι όλα θα έμπαιναν στη θέση τους.
Η αλήθεια είναι ότι η Σοφία έμαθε για τα τρία παιδιά και τα δύο διαζύγια, αφού είχαν ήδη αρραβωνιαστεί κι ο Νίκος δεν μπήκε καν στη διαδικασία να το διευκρινίσει στους δικούς του. Να άλλο ένα μείον της, δεν του συγχώρεσε ποτέ! Το ότι της το έκρυψε…
Και ποια ήταν δηλαδή αυτή για να τον κρίνει; Σιγά το μεγάλο τζάκι από το οποίο καταγόταν. Μια κοπέλα σαν χιλιάδες άλλες. Αλλά αυτή θα χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο, γιατί αποκλείεται να βρεθεί άλλος άντρας να την αντέξει όπως την άντεχε αυτός. Μόνη της θα έμενε και θα μετάνιωνε κάθε στιγμή από δω και πέρα, που τον άφησε.
Γαμώ το σόι της, τι θα έλεγε τώρα στους δικούς του; Πως θα μπάλωνε το τρίτο διαζύγιο; Αύριο, αύριο θα σκεφτεί με ηρεμία και σίγουρα θα βρει κάτι για να γλυτώσει την ξεφτίλα. Στο κάτω- κάτω, ήταν σκάλες πιο πάνω στην εξυπνάδα από τη Σοφία. Α να χαθεί η σκύλα… Γιατί αυτό ήταν: ΣΚΥΛΑ!
Β. Παναγιώτης
Τι γυναίκα Θεέ μου! Γεμάτη ζωντάνια κι αυτοπεποίθηση, πολύ όμορφη σύμφωνα με τα δικά του στάνταρντς και με ένα στοιχείο που αυτόν ειδικά τον ξετρέλαινε: χιούμορ, απίστευτο χιούμορ.
Με το που τους σύστησαν στο μπαράκι, δεν υπήρχε μέσα του κανένας δισταγμός. Παντρεμένος, ε και; Δεν θα ήταν η πρώτη φορά… Αυτά τα ελαφίσια μάτια έπρεπε να κοιτάζουν μόνο αυτόν μέσα στο μισοσκόταδο και κανέναν άλλον… Σύζυγο επέλεξε με αυστηρές προδιαγραφές για μάνα των παιδιών του. Άλλο η οικογένεια, άλλο ο έρωτας.
Άνθρωπος που δεν χάνει άσκοπα τον χρόνο του, στις επόμενες μέρες την κυνήγησε με πείσμα κι επιμονή. Η Σοφία έχοντας σαν δόγμα της το «μακρυά από παντρεμένους», προσπάθησε να ξεγλυστρήσει από την στενή πολιορκία. Μέχρι το βράδυ που χτύπησε το κουδούνι της κι ανοίγοντας την πόρτα, βρέθηκε πριν προλάβει λέξη να πει, στην αγκαλιά του Παναγιώτη.
Έρωτας… κακομαθημένο βρωμόπαιδο, χωρίς να υπολογίζει συνθήκες και προδιαγραφές, σήκωσε το τόξο κι έριξε κατ’ ευθείαν στο στόχο, στη Σοφία… Όσο ανοιχτή στις παρέες και στα κοινωνικά δρώμενα, τόσο κλειστή κι απόμακρη στον εσωτερικό της κόσμο, μην εκφράζοντας ποτέ αυτά που έννοιωθε και κρατώντας τα καλά καμουφλαρισμένα κάτω από ένα στρώμα εγωισμού και απόστασης. Έδινε, αλλά από μακρυά, έδινε, αλλά μόνο αν περίμενε να πάρει.
Ο Παναγιώτης κουράστηκε. Είχε δικά του θέματα και υποχρεώσεις να τον απορροφούν, οι ανασφάλειες και οι προσδοκίες της Σοφίας ήταν τα μόνα που δεν χρειαζόταν στη ζωή του. Απομακρύνθηκε επιδέξια, κρατώντας μια υποτυπώδη επαφή μαζί της (γιατί και στο κρεββάτι δεν άφηνε τον εαυτό της να «δώσει», αυτή ήταν η αλήθεια). Χιλιάδες σαν κι αυτήν , κλειστή κι αποπροσανατολισμένη: αυτό ήταν.
Απογοήτευση, απορία, παράπονο, πόθοι, ταλαιπώρησαν τη Σοφία για πάρα πολύ καιρό, και κάποια στιγμή εκτός από την απόρριψη του Παναγιώτη, ήρθε αντιμέτωπη μ’ ένα τραγικό ατύχημα που της στέρησε γονείς και οικονομική άνεση, μιας και εκ των υστέρων ήρθαν στο φως τεράστια χρέη τους που επιμελώς της απέκρυπταν. Εκεί πια ένοιωσε ότι δεν υπήρχε παρακάτω… καταλάβαινε πως είχε πιάσει όπως λένε πάτο. Ο μόνος δρόμος πια ήταν προς τα πάνω κι έπρεπε να βρει τρόπο να τον ανέβει.
Περίπου τρία χρόνια μετά, έχοντας στις τσέπες του μια απερίγραπτη απογοήτευση και μια ακόμα πιο έντονη ψυχική κούραση, αποτελέσματα και τα δύο της προσεκτικά επιλεγμένης και απόλυτα συμβιβασμένης ζωής του, ο Παναγιώτης κάθεται σ’ ένα παραλιακό μπαράκι, με τη Σοφία απέναντί του να του χαμογελάει πλατιά. Είναι η Τρίτη φορά μες τη βδομάδα που αποζητά τη συντροφιά της και ήδη έχει ακυρώσει το επόμενο ραντεβού του με τον ψυχολόγο του. Η ίδια Σοφία, μα … άλλη Σοφία. Του δημιουργεί μια αίσθηση ότι ξαναγεννιέται, δίπλα της ακόμα κι ο αέρας φαίνεται πιο καθαρός και δροσερός. Και το πιο απλό άγγιγμά της, είναι σαν ενδοφλέβια ένεση με ισχυρό ηρεμιστικό… Περίεργο, φαίνεται πολύ πιο εύθραυστη από τότε που την πρωτοσυνάντησε, αλλά ταυτόχρονα ανθεκτική και σε πλήρη ισορροπία, σαν με το ένα χέρι να χαϊδεύει ένα σύννεφο και με το άλλο να χτίζει γέφυρες σαν του Σαν Φρανσίσκο.
Δεν το ψάχνει όμως και πολύ. Μέσα του φοβάται πως αν το κάνει, θα επηρεάσει τη μαγεία, και δεν θέλει!
Του αρκεί η παρουσία αυτής της γυναίκας που πέρασε τόσα πολλά, που περιπλανήθηκε περίπου δύο χρόνια από το Περού στις Ινδίες κι από το Μεξικό στο Θιβέτ, για να είναι αυτή τη στιγμή καθισμένη απέναντί του, τροφοδοτώντας τον με ζεστασιά, τρυφερότητα και ηρεμία!
Δεν ξέρει πώς να το εκφράσει, αλλά η λέξη είναι πολύ κοντά, ένας ΑΓΓΕΛΟΣ, αυτό είναι!!!
Γ. Μανώλης
Κομμάτια γυαλιά, σκόρπια χαρτιά, πεταμένα αντικείμενα γύρω- γύρω σ’ όλο το γραφείο, και μια γραμματέας στην είσοδο της πόρτας να τον κοιτάζει ακίνητη και σαστισμένη.
-Τι κάθεσαι εκεί; Τσακίσου φύγε από μπροστά μου!
Θυμός, θυμός ανεξέλεγκτος, καυτός που δεν εκτονώθηκε με τους κεραυνούς που εξαπέλυσε στο γραφείο του και ψάχνει τον επόμενο στόχο του. Οι φωτογραφίες της Σοφίας τραβάνε σαν μαγνήτης το βλέμμα του κάθε ένα λεπτό και ο νους του αδυνατεί να χωρέσει αυτό που δείχνουν.
Τη Σοφία, -τη δικιά του Σοφία- στο κρεβάτι τους με το θετό του αδελφό. Μια φρίκη και μια αηδία που έφτασε στο γραφείο του το πρωί, ανώνυμα, κλεισμένη σ’ ένα κίτρινο φάκελλο. Η γυναίκα του, η αγάπη του, η ζωή του η ίδια, στα χέρια ενός ανθρώπου που πάντα τον ζήλευε και τον μισούσε, αλλά λόγω του πατέρα τους προσπαθούσαν να κρατάνε τα προσχήματα. Μ’ αυτήν είχε βρει την ευτυχία, μ’ αυτήν είχε μάθει να εκτιμά τα δώρα της ζωής του, ήταν ο μόνος άνθρωπος που της είχε παραχωρήσει το δικαίωμα της απόλυτης εμπιστοσύνης.
Αυτό που δεν ήξερε ο Μανώλης, ήταν ότι το μίσος κι η ζήλεια του αδελφού του ήταν τόσο τυφλά, που μη μπορώντας να τον καταστρέψει οικονομικά (λόγω του ισχυρού πατέρα του), μόνο δρόμο καταστροφής είδε το συναισθηματικό κουρέλιασμα του Μανώλη. Θα του κατέστρεφε την ευτυχία.
Η Σοφία δεν κατάλαβε ότι το ποτό της δεν ήταν αθώο, δεν κατάλαβε τίποτα απ’ όσα ακολούθησαν, το μόνο που έμαθε ήταν ότι την πήρε ο ύπνος στον καναπέ, όπου ο αδελφός την περίμενε υπομονετικά να ξυπνήσει και να φάνε μαζί με τον Μανώλη και τον πεθερό της που ήρθαν λίγο αργότερα. Άριστη σκηνοθεσία…
Όχι, αυτές τις λεπτομέρειες δεν θα τις μάθαινε ποτέ ο Μανώλης. Αλλά από δω και πέρα, θα ήταν δυστυχής κι αυτό τον έκανε να πετάει στον έβδομο ουρανό.
Έγινε δυστυχής, το φάντασμα της Σοφίας θα τον κυνηγούσε σε όλη του τη ζωή. Διάολε, σαν χιλιάδες άλλες κι αυτή, μια πρόστυχη, αυτό ήταν!
Τρισήμισυ σχεδόν ώρες καθυστέρηση για μια πτήση είναι δυσβάσταχτες, όταν πρέπει να τις περάσεις μόνος σου σε μια αίθουσα αναμονής αεροδρομίου. Ευτυχώς οι τρεις τους τις σκότωσαν σχετικά ανώδυνα, ξεδιπλώνοντας ο καθένας την δική του ιστορία. Και κοίτα σύμπτωση… και στις τρεις υπήρχε μια Σοφία, αλλά καμία σχέση η μια με την άλλη! Απλή συνωνυμία! Πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι η ίδια γυναίκα…
- Η Σοφία!!!
Σχεδόν ταυτόχρονα το όνομα εκτοξεύτηκε από τρία αντρικά στόματα, καθώς η όμορφη, καλοντυμένη γυναίκα διέσχιζε το διάδρομο, μερικά μόνο μέτρα μακριά απ’ αυτούς, τραβώντας μια κομψή δερμάτινη βαλίτσα με ροδάκια, μη έχοντας επίγνωση της έκπληξης και της σιωπής που απλώθηκε ξαφνικά στην αντροπαρέα.
Τα μεγάφωνα μόλις είχαν αναγγείλει την επιβίβαση της πτήσης για Χιλή.